Ancient Greek-English Dictionary Language

τεχνικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τεχνικός τεχνική τεχνικόν

Structure: τεχνικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: te/xnh

Sense

  1. artistic, skilful, workmanlike
  2. made or done by art, artistic, systematic
  3. by rules of art, in a workmanlike manner

Examples

  • ἅπαντεσ γοῦν εὑρ́ισκον τοὺσ λόγουσ αὐτοῦ τοῖσ αὐτοῖσ τρόποισ τῆσ λέξεωσ κεχρημένουσ, ὥστ’ ἐν πολλοῖσ τεχνικῶσ τὰ καθ’ ἕκαστα ἐξεργαζόμενον τοῖσ ὅλοισ ἀπρεπῆ παντελῶσ φαίνεσθαι διὰ τὸ μὴ προσηκόντωσ τοῖσ ὑποκειμένοισ τῶν ἠθῶν φράζειν. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 13 1:1)
  • ὅσα δέ τινεσ τῶν πρότερον πεπράγασιν εἰσ πόρον χρημάτων ἢ τεχνικῶσ τι διῴκησαν, ἃ ὑπελαμβάνομεν ἀξιόλογα αὐτῶν εἶναι, συναγηόχαμεν. (Aristotle, Economics, Book 2 17:2)
  • "ὁ δ’ ἔπεσε τεχνικῶσ πωσ καὶ πάντεσ ἀνέκραγον οἱ συνδειπνοῦντεσ Παφλαγόνεσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 27 2:3)
  • μηδὲν εἶναι πρὸσ τὰ ζῷα δίκαιον ἡμῖν, μηδὲ τεχνικῶσ μηδὲ σοφιστικῶσ, ἀλλὰ τοῖσ πάθεσιν ἐμβλέψαντεσ τοῖσ ἑαυτῶν καὶ πρὸσ ἑαυτοὺσ ἀνθρωπικῶσ λαλήσαντεσ καὶ ἀνακρίναντεσ. (Plutarch, De esu carnium II, section 7 1:1)
  • "ἀλλ’ οὐχ ἕτερον ὡσ ἐοίκε τὸ τεχνικῶσ ἑκάστῳ χρῆσθαι καὶ ὡσ πέφυκεν· (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 2112)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION