Ancient Greek-English Dictionary Language

σχολάζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σχολάζω σχολάσω

Structure: σχολάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: sxolh/

Sense

  1. to have leisure or spare time, to be at leisure, to have leisure or time to do
  2. to loiter, linger, delay
  3. respite from, cease from
  4. opportunity for, to devote one's time to
  5. to devote himself to, to devote oneself, attend his lectures, to give lectures
  6. to be vacant or unoccupied

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σχολάζω σχολάζεις σχολάζει
Dual σχολάζετον σχολάζετον
Plural σχολάζομεν σχολάζετε σχολάζουσιν*
SubjunctiveSingular σχολάζω σχολάζῃς σχολάζῃ
Dual σχολάζητον σχολάζητον
Plural σχολάζωμεν σχολάζητε σχολάζωσιν*
OptativeSingular σχολάζοιμι σχολάζοις σχολάζοι
Dual σχολάζοιτον σχολαζοίτην
Plural σχολάζοιμεν σχολάζοιτε σχολάζοιεν
ImperativeSingular σχόλαζε σχολαζέτω
Dual σχολάζετον σχολαζέτων
Plural σχολάζετε σχολαζόντων, σχολαζέτωσαν
Infinitive σχολάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
σχολαζων σχολαζοντος σχολαζουσα σχολαζουσης σχολαζον σχολαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σχολάζομαι σχολάζει, σχολάζῃ σχολάζεται
Dual σχολάζεσθον σχολάζεσθον
Plural σχολαζόμεθα σχολάζεσθε σχολάζονται
SubjunctiveSingular σχολάζωμαι σχολάζῃ σχολάζηται
Dual σχολάζησθον σχολάζησθον
Plural σχολαζώμεθα σχολάζησθε σχολάζωνται
OptativeSingular σχολαζοίμην σχολάζοιο σχολάζοιτο
Dual σχολάζοισθον σχολαζοίσθην
Plural σχολαζοίμεθα σχολάζοισθε σχολάζοιντο
ImperativeSingular σχολάζου σχολαζέσθω
Dual σχολάζεσθον σχολαζέσθων
Plural σχολάζεσθε σχολαζέσθων, σχολαζέσθωσαν
Infinitive σχολάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σχολαζομενος σχολαζομενου σχολαζομενη σχολαζομενης σχολαζομενον σχολαζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τοῦτο δ’ ἐποίει δυοῖν χάριν, ἵνα μήτε ἐν τῷ ἄστει διατρίβωσιν, ἀλλὰ διεσπαρμένοι κατὰ τὴν χώραν, καὶ ὅπωσ εὐποροῦντεσ τῶν μετρίων καὶ πρὸσ τοῖσ ἰδίοισ ὄντεσ, μήτ’ ἐπιθυμῶσι μήτε σχολάζωσιν ἐπιμελεῖσθαι τῶν κοινῶν. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 16 3:1)

Synonyms

  1. to loiter

  2. respite from

  3. opportunity for

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION