- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σχολή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: scholē 고전 발음: [콜레:] 신약 발음: [콜레]

기본형: σχολή σχολῆς

형태분석: σχολ (어간) + η (어미)

  1. 여가, 겨를, 휴식
  2. 휴식, 휴양
  3. 논의, 토론, 대화, 심의, 토의
  4. 철학, 음
  5. 학교, 수사학 학교
  1. leisure, free time
  2. rest
  3. that in which leisure time is spent, especially lecture, disputation, discussion
  4. philosophy
  5. place where lectures were given, school, lecture hall
  6. (in the plural) the Praetorian guard (see Latin scholae)

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σχολή

여가가

σχολά

여가들이

σχολαί

여가들이

속격 σχολῆς

여가의

σχολαῖν

여가들의

σχολῶν

여가들의

여격 σχολῇ

여가에게

σχολαῖν

여가들에게

σχολαῖς

여가들에게

대격 σχολήν

여가를

σχολά

여가들을

σχολάς

여가들을

호격 σχολή

여가야

σχολά

여가들아

σχολαί

여가들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • προελθέτω ὁ κύριός μου ἔμπροσθεν τοῦ παιδὸς αὐτοῦ, ἐγὼ δὲ ἐνισχύσω ἐν τῇ ὁδῷ κατὰ σχολὴν τῆς πορεύσεως τῆς ἐναντίον μου καὶ κατὰ πόδα τῶν παιδαρίων, ἕως τοῦ ἐλθεῖν με πρὸς τὸν κύριόν μου εἰς Σηείρ. (Septuagint, Liber Genesis 33:14)

    (70인역 성경, 창세기 33:14)

  • ὁ ἐργαζόμενος τὴν ἑαυτοῦ γῆν πλησθήσεται ἄρτων, ὁ δὲ διώκων σχολὴν πλησθήσεται πενίας. (Septuagint, Liber Proverbiorum 28:20)

    (70인역 성경, 잠언 28:20)

  • Σοφία γραμματέως ἐν εὐκαιρίᾳ σχολῆς, καὶ ὁ ἐλασσούμενος πράξει αὐτοῦ σοφισθήσεται. (Septuagint, Liber Sirach 38:24)

    (70인역 성경, Liber Sirach 38:24)

  • ἐά, φημί, τὰ περὶ Αἰγυπτίων ἄλλοτε γὰρ περὶ τούτων ἐπισκεψόμεθα ἐπὶ σχολῆς. (Lucian, Deorum concilium, (no name) 11:3)

    (루키아노스, Deorum concilium, (no name) 11:3)

  • ὅλως γὰρ τὰ τοιαῦτα ἐπινοοῦσι καὶ λέγουσιν, ἃ μάλιστα ἴσασιν ἐς ὀργὴν δυνάμενα προκαλέσασθαι τὸν ἀκροώμενον, καὶ ἔνθα τρωτός ἐστιν ἕκαστος ἐπιστάμενοι, ἐπ ἐκεῖνο τοξεύουσι καὶ ἀκοντίζουσιν ἐς αὐτό, ὥστε τῇ παραυτίκα ὀργῇ τεταραγμένον μηκέτι σχολὴν ἄγειν τῇ ἐξετάσει τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ κἂν θέλῃ τις ἀπολογεῖσθαι, μὴ προσίεσθαι, τῷ παραδόξῳ τῆς ἀκροάσεως ὡς ἀληθεῖ προκατειλημμένον. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 15:1)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 15:1)

  • οὐ σχολή μοι, ὦ πορθμεῦ: (Lucian, Contemplantes, (no name) 1:7)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 1:7)

  • καὶ παρ ἡμῶν μὲν ἀνίπταται καθάπερ ἐκ δεσμωτηρίου τινὸς ἀποδιδράσκων ἐπειδὰν δὲ καιρὸς κατιέναι, σχολῇ καὶ βάδην μόγις ποτὲ κατέρχεται. (Lucian, Cataplus, (no name) 2:5)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 2:5)

  • ἐρώτα, εἴ σοι σχολὴ τὰ τοιαῦτα ληρεῖν. (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 6:6)

    (루키아노스, Juppiter confuatus, (no name) 6:6)

  • ἐμοὶ μὲν οὐ πάνυ σχολὴ μεμηνότος ἀνθρώπου ἀκροᾶσθαι τὴν νόσον τὴν αὑτοῦ ἐπαινοῦντος: (Lucian, De saltatione, (no name) 6:3)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 6:3)

  • εἰ γοῦν σχολή σοι, ἡδέως ἂν καὶ δικαιολογησαίμην ὑπὲρ τῶν ἐγκλημάτων, ὡς δείξαιμι ἄδικα ἐγνωκότα περὶ ἡμῶν τὸν Δία: (Lucian, Prometheus, (no name) 4:2)

    (루키아노스, Prometheus, (no name) 4:2)

유의어

  1. 휴식

  2. 철학

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION