헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σχολή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σχολή σχολῆς

형태분석: σχολ (어간) + η (어미)

  1. 여가, 겨를, 휴식
  2. 휴식, 휴양
  3. 논의, 토론, 대화, 심의, 토의
  4. 철학, 음
  5. 학교, 수사학 학교
  1. leisure, free time
  2. rest
  3. that in which leisure time is spent, especially lecture, disputation, discussion
  4. philosophy
  5. place where lectures were given, school, lecture hall
  6. (in the plural) the Praetorian guard (see Latin scholae)

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σχολή

여가가

σχολᾱ́

여가들이

σχολαί

여가들이

속격 σχολῆς

여가의

σχολαῖν

여가들의

σχολῶν

여가들의

여격 σχολῇ

여가에게

σχολαῖν

여가들에게

σχολαῖς

여가들에게

대격 σχολήν

여가를

σχολᾱ́

여가들을

σχολᾱ́ς

여가들을

호격 σχολή

여가야

σχολᾱ́

여가들아

σχολαί

여가들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Σοφία γραμματέωσ ἐν εὐκαιρίᾳ σχολῆσ, καὶ ὁ ἐλασσούμενοσ πράξει αὐτοῦ σοφισθήσεται. (Septuagint, Liber Sirach 38:24)

    (70인역 성경, Liber Sirach 38:24)

  • ἐά, φημί, τὰ περὶ Αἰγυπτίων ἄλλοτε γὰρ περὶ τούτων ἐπισκεψόμεθα ἐπὶ σχολῆσ. (Lucian, Deorum concilium, (no name) 11:3)

    (루키아노스, Deorum concilium, (no name) 11:3)

  • συνῆν Πλάτωνι καὶ διέτριψεν ἑώσ ἐτῶν ἑπτὰ καὶ τριάκοντα οὔτε σχολῆσ ἡγούμενοσ οὔτε ἰδίαν πεποιηκὼσ αἱρ́εσιν. (Dionysius of Halicarnassus, Ad Ammaeum, chapter 7 3:1)

    (디오니시오스, Ad Ammaeum, chapter 7 3:1)

  • Καρίων ὁ ἐμὸσ οἰκέτησ ἐπεὶ τάχιστά με ἀποθανόντα εἶδε, περὶ δείλην ὀψίαν ἀνελθὼν εἰσ τὸ οἴκημα ἔνθα ἐκείμην, σχολῆσ οὔσησ ‐ οὐδεὶσ γὰρ οὐδὲ ἐφύλαττέ με ‐ Γλυκέριον τὴν παλλάκιδα μου ‐ καὶ πάλαι δέ, οἶμαι, κεκοινωνήκεσαν ‐ παραγαγὼν ἐπισπασάμενοσ τὴν θύραν ἐσπόδει καθάπερ οὐδενὸσ ἔνδον παρόντοσ· (Lucian, Cataplus, (no name) 12:3)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 12:3)

  • ὅπωσ μὴ ταῦτα λέγῃσ ποτέ, πάνυ εὔλογα, ἢν λέγηται, καὶ ἄφυκτα ἡμῖν, ὡσ οὐκ ἀδικοῦμεν μὴ προμηνύσαντεσ, ἄκουσον ἐξ ἀρχῆσ ἁπάντων, καὶ τὸ δίκτυόν τε αὐτὸ καὶ τῶν κύρτων τὸ ἀδιέξοδον ἔκτοσθεν ἐπὶ σχολῆσ, ἀλλὰ μὴ ἔνδοθεν ἐκ τοῦ μυχοῦ προεπισκόπησον, καὶ τοῦ ἀγκίστρου δὲ τὸ ἀγκύλον καὶ τὴν εἰσ τὸ ἔμπαλιν τοῦ σκόλοποσ ἀναστροφὴν καὶ τῆσ τριαίνησ τὰσ ἀκμὰσ εἰσ τὰσ χεῖρασ λαβὼν καὶ πρὸσ τὴν γνάθον πεφυσημένην ἀποπειρώμενοσ, ἢν μὴ πάνυ ὀξέα μηδὲ ἄφυκτα μηδὲ ἀνιαρὰ ἐν τοῖσ τραύμασι φαίνηται βιαίωσ σπῶντα καὶ ἀμάχωσ ἀντιλαμβανόμενα, ἡμᾶσ μὲν ἐν τοῖσ δειλοῖσ καὶ διὰ τοῦτο πεινῶσιν ἀνάγραφε, σεαυτὸν δὲ παρακαλέσασ θαρρεῖν ἐπιχείρει τῇ ἄγρᾳ, εἰ θέλεισ, καθάπερ ὁ λάροσ ὅλον περιχανὼν τὸ δέλεαρ. (Lucian, De mercede, (no name) 3:4)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 3:4)

유의어

  1. 휴식

  2. 철학

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION