σχίζω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
σχίζω
σχίσω
ἔσχισα
ἔσχισμαι
ἐσχίσθην
Structure:
σχίζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: Root SXID
Sense
- I split, cleave
- I part, separate, divide
- I curdle milk
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τοῦ δὲ ῥεύματοσ περὶ τούτουσ σχιζομένου βιαιότερον καὶ πολλάκισ διὰ τὰσ ἐγκοπὰσ ἀνακλωμένου πρὸσ ἐναντίαν τὴν καταφορὰν συνίστανται δῖναι θαυμασταί· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 32 8:2)
- καταφανοῦσ δὲ τῆσ προδοσίασ γενομένησ κατὰ τὴν πόλιν, καὶ τοῦ πλήθουσ σχιζομένου κατὰ τὴν αἱρ́εσιν, καὶ τῶν μὲν συμμαχούντων τοῖσ Ἀθηναίοισ, τῶν δὲ βοηθούντων τοῖσ Λακεδαιμονίοισ, ἐκήρυξέ τισ ἀφ’ ἑαυτοῦ τοὺσ βουλομένουσ τίθεσθαι τὰ ὅπλα μετὰ Ἀθηναίων καὶ Μεγαρέων. (Diodorus Siculus, Library, book xii, chapter 66 3:2)
- φήσασ δέ, εἴπερ ἐπεπλήρωτο ἐπὶ τοσοῦτον ἡ καθ’ ἡμᾶσ θάλαττα πρὶν τὸ ἔκρηγμα τὸ κατὰ στήλασ γενέσθαι, ἐφ’ ὅσον εἴρηκεν ὁ Ἐρατοσθένησ, χρῆναι καὶ τὴν Λιβύην πᾶσαν καὶ τῆσ Εὐρώπησ τὰ πολλὰ καὶ τῆσ Ἀσίασ κεκαλύφθαι πρότερον, τούτοισ ἐπιφέρει διότι καὶ ὁ Πόντοσ τῷ Ἀδρίᾳ σύρρουσ ἂν ὑπῆρξε κατά τινασ τόπουσ, ἅτε δὴ τοῦ Ἴστρου ἀπὸ τῶν κατὰ τὸν Πόντον τόπων σχιζομένου καὶ ῥέοντοσ εἰσ ἑκατέραν τὴν θάλατταν διὰ τὴν θέσιν τῆσ χώρασ. (Strabo, Geography, book 1, chapter 3 30:4)
- ἐοίκε δὲ λαμβάνειν μεταβολὰσ πολλὰσ τὰ ἄκρα τοῦ ὄρουσ διὰ τὴν νομὴν τοῦ πυρόσ, τοτὲ μὲν εἰσ ἕνα κρατῆρα συμφερομένου τοτὲ δὲ σχιζομένου, καὶ τοτὲ μὲν ῥύακασ ἀναπέμποντοσ τοτὲ δὲ φλόγασ καὶ λιγνῦσ, ἄλλοτε δὲ καὶ μύδρουσ ἀναφυσῶντοσ· (Strabo, Geography, Book 6, chapter 2 16:4)
Synonyms
-
I split
-
I part
- ἀπείργω (to part, divide, separate)
- κρίνω (I separate, part)
- ἀποχωρίζω (to part or separate from)
- ἀποδατέομαι (to part off, separate)
- ὁρίζω (I part, divide)
- ἀποδιορίζω (to mark off by dividing, to separate)
- χωρίζω (I separate, divide, distinguish)
- τμήγω (to be divided or dispersed, to part)
- διαζεύγνυμαι (to be disjoined, separated, parted)
-
I curdle milk
Derived
- ἀνασχίζω (to rip up, to rend)
- ἀποσχίζω (to split or cleave off, to sever or detach from, to be separated from)
- διασχίζω (to cleave or rend asunder, to be cloven asunder, to be separated)
- κατασχίζω (to cleave asunder, split up, to burst)
- παρασχίζω (to rip up lengthwise, slit up)
- περισχίζω (to slit and tear off, to split round, split into two branches so as to surround)