Ancient Greek-English Dictionary Language

σχῆμα

Third declension Noun; Neuter 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σχῆμα σχήματος

Structure: σχηματ (Stem)

Etym.: sxei=n

Sense

  1. form, shape
  2. appearance, show, pretense
  3. bearing, look, air, mien
  4. stateliness, dignity, pomp
  5. fashion, manner, way
  6. character, persona
  7. state, nature, constitution
  8. species, kind
  9. (in the plural) steps
  10. dance
  11. sketch, outline, plan, scheme
  12. diagram

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐπὶ τούτῳ μέντοιπηδήσεισ ἐπὶ τοὺσ ἵππουσ ὡσ ἔνι ποικιλωτάτασ ποιοῦνται, ὅσαισ ἰδέαισ καὶ ὅσοισ σχήμασιν ἀναβαίνεται ἵπποσ ὑπὸ ἱππέωσ· (Arrian, chapter 43 6:1)
  • τοῦτο τὸ τελευταῖον εἴ τισ ἐν τοῖσ σχήμασιν ἀξιώσει φέρειν, οὐκ ἂν φθάνοι πάντασ τοὺσ σολοικισμούσ, ὅσοι γίγνονται παρὰ τοὺσ ἀριθμοὺσ καὶ παρὰ τὰσ πτώσεισ, σχήματα καλῶν; (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 37 1:6)
  • εἰ δ’ οἱ μὲν χρώμασι καὶ σχήμασιν, οἱ δ’ ὀνόμασι καὶ λέξεσι ταὐτὰ δηλοῦσιν, ὕλῃ καὶ τρόποισ μιμήσεωσ διαφέρουσι, τέλοσ δ’ ἀμφοτέροισ ἓν ὑπόκειται, καὶ τῶν ἱστορικῶν κράτιστοσ ὁ τὴν διήγησιν ὥσπερ γραφὴν πάθεσι καὶ προσώποισ εἰδωλοποιήσασ. (Plutarch, De gloria Atheniensium, section 3 1:1)
  • εἰ δ’ οἱ μὲν χρώμασι καὶ σχήμασιν οἱ δ’ ὀνόμασι καὶ λέξεσι ταὐτὰ δηλοῦσιν, ὕλῃ καὶ τρόποισ μιμήσεωσ διαφέρουσι, τέλοσ δ’ ἀμφοτέροισ ἓν ὑπόκειται, καὶ τῶν ἱστορικῶν κράτιστοσ ὁ τὴν διήγησιν ὥσπερ γραφὴν πάθεσι καὶ προσώποισ εἰδωλοποιήσασ. (Plutarch, De gloria Atheniensium, section 3 2:1)
  • κατὰ σχῆμα δὲ οὕτωσ, ὅταν ἀποφαντικοῖσ τισ χρῆται τοῖσ σχήμασιν, ὡσ ἐν τῷ κατὰ Ἀριστογείτονοσ ὁ Δημοσθένησ ἅπασ ὁ τῶν ἀνθρώπων βίοσ, ἄν τε μικρὰν ἄν τε μεγάλην πόλιν οἰκῶσι, φύσει καὶ νόμοισ διοικεῖται. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 11:1)

Synonyms

  1. form

  2. appearance

  3. fashion

  4. character

  5. state

  6. species

  7. steps

  8. dance

  9. sketch

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION