Ancient Greek-English Dictionary Language

σχῆμα

Third declension Noun; Neuter 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σχῆμα σχήματος

Structure: σχηματ (Stem)

Etym.: sxei=n

Sense

  1. form, shape
  2. appearance, show, pretense
  3. bearing, look, air, mien
  4. stateliness, dignity, pomp
  5. fashion, manner, way
  6. character, persona
  7. state, nature, constitution
  8. species, kind
  9. (in the plural) steps
  10. dance
  11. sketch, outline, plan, scheme
  12. diagram

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ ταπεινώσει ὁ Θεὸσ ἀρχούσασ θυγατέρασ Σιών, καὶ Κύριοσ ἀποκαλύψει τὸ σχῆμα αὐτῶν (Septuagint, Liber Isaiae 3:17)
  • ἄτιμον εἰλήφει σχῆμα, τῶν ἑαυτῆσ ἐκπεσοῦσα ἀγαθῶν, ἡ δὲ ἔκ τινων βαράθρων τῆσ Ἀσίασ ἐχθὲσ καὶ πρῴην ἀφικομένη, Μυσὴ ἢ Φρυγία τισ ἢ Καρικόν τι κακόν, Ἑλληνίδασ ἠξίου διοικεῖν πόλεισ ἀπελάσασα τῶν κοινῶν τὴν ἑτέραν, ἡ ἀμαθὴσ τὴν φιλόσοφον καὶ ἡ μαινομένη τὴν σώφρονα. (Dionysius of Halicarnassus, De antiquis oratoribus, chapter 1 2:1)
  • σοῦ δὲ ὑπολαμβάνοντοσ ἧττον ἠκριβῶσθαι τὰσ γραφάσ, ἐπειδὴ προεκθέμενοσ ἅπαντα τὰ συμβεβηκότα τῷ χαρακτῆρι τότε τὰσ περὶ αὐτῶν πίστεισ παρέχομαι, ἀκριβεστέραν δὲ τὴν δήλωσιν τῶν ἰδιωμάτων τοῦ χαρακτῆροσ ἔσεσθαι νομίζοντοσ, εἰ παρὰ μίαν ἑκάστην τῶν προθέσεων τὰσ λέξεισ τοῦ συγγραφέωσ παρατιθείην, ὃ οἱ τὰσ τέχνασ καὶ τὰσ εἰσαγωγὰσ τῶν λόγων πραγματευόμενοι ποιοῦσιν, προελόμενοσ εἰσ μηδὲν ἐλλείπειν καὶ τοῦτο πεποίηκα, τὸ διδασκαλικὸν σχῆμα λαβὼν ἀντὶ τοῦ ἀποδεικτικοῦ. (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 1 2:1)
  • μέχρι μὲν οὖν τούτων τὸ σχῆμα τῆσ λέξεωσ σῴζει τὴν ἀκολουθίαν, ὡσ ἐπὶ προσώπων ἀμφοτέρων κείμενον. (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 14 1:2)
  • καὶ τί θαυμαστὸν εἰ τοῦτο ἔπαθεσ, ἀνόητοσ καὶ ἀπαίδευτοσ ἄνθρωποσ, καὶ προῄεισ ἐξυπτιάζων καὶ μιμούμενοσ βάδισμα καὶ σχῆμα καὶ βλέμμα ἐκείνου ᾧ σεαυτὸν εἰκάζων ἔχαιρεσ, ὅπου καὶ Πύρρον φασὶ τὸν Ἠπειρώτην, τὰ ἄλλα θαυμαστὸν ἄνδρα, οὕτωσ ὑπὸ κολάκων ἐπὶ τῷ ὁμοίῳ ποτὲ διαφθαρῆναι ὡσ πιστεύειν ὅτι ὅμοιοσ ἦν Ἀλεξάνδρῳ ἐκείνῳ; (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 21:1)

Synonyms

  1. form

  2. appearance

  3. fashion

  4. character

  5. state

  6. species

  7. steps

  8. dance

  9. sketch

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION