헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συστέλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συστέλλω συστελῶ συέσταλκα

형태분석: συ (접두사) + στέλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 당기다, 그리다, 끌다, 안으로 던지다, 묘사하다, 끌어내다
  2. 옮다, 깎다, 계약하다, 고용하다, 맹세하다
  3. 낮추다, 겸허하게 하다, 떨어뜨리다, 내려놓다
  1. to draw together, draw in: to shorten sail, to draw, into
  2. to contract, reduce, to cower together, to retrench
  3. to lower, humble, abase
  4. to be wrapped up, shrouded, tucked up, ready for action

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συστέλλω

(나는) 당긴다

συστέλλεις

(너는) 당긴다

συστέλλει

(그는) 당긴다

쌍수 συστέλλετον

(너희 둘은) 당긴다

συστέλλετον

(그 둘은) 당긴다

복수 συστέλλομεν

(우리는) 당긴다

συστέλλετε

(너희는) 당긴다

συστέλλουσιν*

(그들은) 당긴다

접속법단수 συστέλλω

(나는) 당기자

συστέλλῃς

(너는) 당기자

συστέλλῃ

(그는) 당기자

쌍수 συστέλλητον

(너희 둘은) 당기자

συστέλλητον

(그 둘은) 당기자

복수 συστέλλωμεν

(우리는) 당기자

συστέλλητε

(너희는) 당기자

συστέλλωσιν*

(그들은) 당기자

기원법단수 συστέλλοιμι

(나는) 당기기를 (바라다)

συστέλλοις

(너는) 당기기를 (바라다)

συστέλλοι

(그는) 당기기를 (바라다)

쌍수 συστέλλοιτον

(너희 둘은) 당기기를 (바라다)

συστελλοίτην

(그 둘은) 당기기를 (바라다)

복수 συστέλλοιμεν

(우리는) 당기기를 (바라다)

συστέλλοιτε

(너희는) 당기기를 (바라다)

συστέλλοιεν

(그들은) 당기기를 (바라다)

명령법단수 συστέλλε

(너는) 당겨라

συστελλέτω

(그는) 당겨라

쌍수 συστέλλετον

(너희 둘은) 당겨라

συστελλέτων

(그 둘은) 당겨라

복수 συστέλλετε

(너희는) 당겨라

συστελλόντων, συστελλέτωσαν

(그들은) 당겨라

부정사 συστέλλειν

당기는 것

분사 남성여성중성
συστελλων

συστελλοντος

συστελλουσα

συστελλουσης

συστελλον

συστελλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συστέλλομαι

(나는) 당겨진다

συστέλλει, συστέλλῃ

(너는) 당겨진다

συστέλλεται

(그는) 당겨진다

쌍수 συστέλλεσθον

(너희 둘은) 당겨진다

συστέλλεσθον

(그 둘은) 당겨진다

복수 συστελλόμεθα

(우리는) 당겨진다

συστέλλεσθε

(너희는) 당겨진다

συστέλλονται

(그들은) 당겨진다

접속법단수 συστέλλωμαι

(나는) 당겨지자

συστέλλῃ

(너는) 당겨지자

συστέλληται

(그는) 당겨지자

쌍수 συστέλλησθον

(너희 둘은) 당겨지자

συστέλλησθον

(그 둘은) 당겨지자

복수 συστελλώμεθα

(우리는) 당겨지자

συστέλλησθε

(너희는) 당겨지자

συστέλλωνται

(그들은) 당겨지자

기원법단수 συστελλοίμην

(나는) 당겨지기를 (바라다)

συστέλλοιο

(너는) 당겨지기를 (바라다)

συστέλλοιτο

(그는) 당겨지기를 (바라다)

쌍수 συστέλλοισθον

(너희 둘은) 당겨지기를 (바라다)

συστελλοίσθην

(그 둘은) 당겨지기를 (바라다)

복수 συστελλοίμεθα

(우리는) 당겨지기를 (바라다)

συστέλλοισθε

(너희는) 당겨지기를 (바라다)

συστέλλοιντο

(그들은) 당겨지기를 (바라다)

명령법단수 συστέλλου

(너는) 당겨져라

συστελλέσθω

(그는) 당겨져라

쌍수 συστέλλεσθον

(너희 둘은) 당겨져라

συστελλέσθων

(그 둘은) 당겨져라

복수 συστέλλεσθε

(너희는) 당겨져라

συστελλέσθων, συστελλέσθωσαν

(그들은) 당겨져라

부정사 συστέλλεσθαι

당겨지는 것

분사 남성여성중성
συστελλομενος

συστελλομενου

συστελλομενη

συστελλομενης

συστελλομενον

συστελλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συστελῶ

(나는) 당기겠다

συστελεῖς

(너는) 당기겠다

συστελεῖ

(그는) 당기겠다

쌍수 συστελεῖτον

(너희 둘은) 당기겠다

συστελεῖτον

(그 둘은) 당기겠다

복수 συστελοῦμεν

(우리는) 당기겠다

συστελεῖτε

(너희는) 당기겠다

συστελοῦσιν*

(그들은) 당기겠다

기원법단수 συστελοῖμι

(나는) 당기겠기를 (바라다)

συστελοῖς

(너는) 당기겠기를 (바라다)

συστελοῖ

(그는) 당기겠기를 (바라다)

쌍수 συστελοῖτον

(너희 둘은) 당기겠기를 (바라다)

συστελοίτην

(그 둘은) 당기겠기를 (바라다)

복수 συστελοῖμεν

(우리는) 당기겠기를 (바라다)

συστελοῖτε

(너희는) 당기겠기를 (바라다)

συστελοῖεν

(그들은) 당기겠기를 (바라다)

부정사 συστελεῖν

당길 것

분사 남성여성중성
συστελων

συστελουντος

συστελουσα

συστελουσης

συστελουν

συστελουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συστελοῦμαι

(나는) 당겨지겠다

συστελεῖ, συστελῇ

(너는) 당겨지겠다

συστελεῖται

(그는) 당겨지겠다

쌍수 συστελεῖσθον

(너희 둘은) 당겨지겠다

συστελεῖσθον

(그 둘은) 당겨지겠다

복수 συστελούμεθα

(우리는) 당겨지겠다

συστελεῖσθε

(너희는) 당겨지겠다

συστελοῦνται

(그들은) 당겨지겠다

기원법단수 συστελοίμην

(나는) 당겨지겠기를 (바라다)

συστελοῖο

(너는) 당겨지겠기를 (바라다)

συστελοῖτο

(그는) 당겨지겠기를 (바라다)

쌍수 συστελοῖσθον

(너희 둘은) 당겨지겠기를 (바라다)

συστελοίσθην

(그 둘은) 당겨지겠기를 (바라다)

복수 συστελοίμεθα

(우리는) 당겨지겠기를 (바라다)

συστελοῖσθε

(너희는) 당겨지겠기를 (바라다)

συστελοῖντο

(그들은) 당겨지겠기를 (바라다)

부정사 συστελεῖσθαι

당겨질 것

분사 남성여성중성
συστελουμενος

συστελουμενου

συστελουμενη

συστελουμενης

συστελουμενον

συστελουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέστελλον

(나는) 당기고 있었다

συνέστελλες

(너는) 당기고 있었다

συνέστελλεν*

(그는) 당기고 있었다

쌍수 συνεστέλλετον

(너희 둘은) 당기고 있었다

συνεστελλέτην

(그 둘은) 당기고 있었다

복수 συνεστέλλομεν

(우리는) 당기고 있었다

συνεστέλλετε

(너희는) 당기고 있었다

συνέστελλον

(그들은) 당기고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεστελλόμην

(나는) 당겨지고 있었다

συνεστέλλου

(너는) 당겨지고 있었다

συνεστέλλετο

(그는) 당겨지고 있었다

쌍수 συνεστέλλεσθον

(너희 둘은) 당겨지고 있었다

συνεστελλέσθην

(그 둘은) 당겨지고 있었다

복수 συνεστελλόμεθα

(우리는) 당겨지고 있었다

συνεστέλλεσθε

(너희는) 당겨지고 있었다

συνεστέλλοντο

(그들은) 당겨지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "τὸ δὲ πονεῖν δούλων καὶ ταπεινῶν διὸ καὶ συστέλλονται οὗτοι καὶ τὰσ φύσεισ, καὶ ἡ Ἀθηναίων πόλισ, ἑώσ ἐτρύφα, μεγίστη τε ἦν καὶ μεγαλοψυχότατοι ἔτρεφεν ἄνδρασ, ἁλουργῆ μὲν γὰρ ἠμπίσχοντο ἱμάτια, ποικίλουσ δ’ ὑπέδυνον χιτῶνασ, κορύμβουσ δ’ ἀναδούμενοι τῶν τριχῶν χρυσοῦσ τέττιγασ περὶ τὸ μέτωπον καὶ τὰσ κόρρασ ἐφόρουν ὀκλαδίασ τε αὐτοῖσ δίφρουσ ἔφερον οἱ παῖδεσ, ἵνα μὴ καθίζοιεν ὡσ ἔτυχεν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 55)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 55)

  • ἀλλὰ μὴν καὶ ὡσ ἐν ἑκάστῃ τῶν ἀρτηριῶν ἐστί τισ δύναμισ ἐκ τῆσ καρδίασ ἐπιρρέουσα, καθ’ ἣν διαστέλλονταί τε καὶ συστέλλονται, δέδεικται δι’ ἑτέρων. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 141)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., G, section 141)

  • ὧν βραδυνόντων εἰσ τὰσ ἐσχάτασ ἐλπίδασ συστέλλονται. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 39 7:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 39 7:2)

유의어

  1. 당기다

  2. 낮추다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION