헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σύντροφος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σύντροφος σύντροφον

형태분석: συντροφ (어간) + ος (어미)

어원: suntre/fw

  1. 자연스러운, 당연한, 고유의, 타고난
  1. brought up together with, bred up with
  2. living with, of a companion, born to
  3. having grown up with one, congenital, natural, every-day, natural or habitual to
  4. a helping in the preservation, of

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 σύντροφος

(이)가

σύντροφον

(것)가

속격 συντρόφου

(이)의

συντρόφου

(것)의

여격 συντρόφῳ

(이)에게

συντρόφῳ

(것)에게

대격 σύντροφον

(이)를

σύντροφον

(것)를

호격 σύντροφε

(이)야

σύντροφον

(것)야

쌍수주/대/호 συντρόφω

(이)들이

συντρόφω

(것)들이

속/여 συντρόφοιν

(이)들의

συντρόφοιν

(것)들의

복수주격 σύντροφοι

(이)들이

σύντροφα

(것)들이

속격 συντρόφων

(이)들의

συντρόφων

(것)들의

여격 συντρόφοις

(이)들에게

συντρόφοις

(것)들에게

대격 συντρόφους

(이)들을

σύντροφα

(것)들을

호격 σύντροφοι

(이)들아

σύντροφα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μάλιστα δ’ ἡ μεταβολὴ τῆσ συντρόφου διαίτησ ἐκ τόπων σκιερῶν καὶ θέρουσ καταφυγὰσ ἀλύπουσ ἐχόντων ἐμβαλόντασ εἰσ χώραν ταπεινὴν καὶ κεκραμένην ἀφυῶσ πρὸσ τὸ μετόπωρον ἐκίνησεν αὐτούσ, ἥ τε πρὸσ τῷ Καπιτωλίῳ καθέδρα καὶ σχολὴ γενομένη χρόνιοσ, ἕβδομον γὰρ ἐκεῖνον οἱκούρουν μῆνα πολιορκοῦντεσ. (Plutarch, Camillus, chapter 28 2:1)

    (플루타르코스, Camillus, chapter 28 2:1)

  • τὴν δὲ τοῦ σώματοσ ἕξιν αὐτουργίᾳ καὶ διαίτῃ σώφρονι καὶ στρατείαισ ἀπ’ ἀρχῆσ συντρόφου γεγονότοσ πάνυ χρηστικὴν εἶχε, καὶ πρὸσ ἰσχὺν καὶ πρὸσ ὑγίειαν ὁμαλῶσ συνεστῶσαν. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 1 3:2)

    (플루타르코스, Marcus Cato, chapter 1 3:2)

  • ἐγὼ μὲν οὖν οὐδὲ βοῦν ἂν ἐργάτην διὰ γῆρασ ἀποδοίμην, μή τί γε πρεσβύτερον ἄνθρωπον, ἐκ χώρασ συντρόφου καὶ διαίτησ συνήθουσ ὥσπερ ἐκ πατρίδοσ μεθιστάμενον ἀντὶ κερμάτων μικρῶν, ἄχρηστόν γε τοῖσ ὠνουμένοισ ὥσπερ τοῖσ πιπράσκουσι γενησόμενον. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 5 5:2)

    (플루타르코스, Marcus Cato, chapter 5 5:2)

  • ἄμφω δὲ ἤστην παῖδεσ ἐμῆσ συντρόφου Καλλιτύχησ. (Aristides, Aelius, Orationes, 6:14)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 6:14)

유의어

  1. brought up together with

  2. living with

  3. a helping in the preservation

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION