- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σύντροφος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: syntrophos 고전 발음: [로포] 신약 발음: [로포]

기본형: σύντροφος σύντροφον

형태분석: συντροφ (어간) + ος (어미)

  1. 자연스러운, 당연한, 고유의, 타고난
  1. brought up together with, bred up with
  2. living with, of a companion, born to
  3. having grown up with one, congenital, natural, every-day, natural or habitual to
  4. a helping in the preservation, of

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 σύντροφος

(이)가

σύντροφον

(것)가

속격 συντρόφου

(이)의

συντρόφου

(것)의

여격 συντρόφῳ

(이)에게

συντρόφῳ

(것)에게

대격 σύντροφον

(이)를

σύντροφον

(것)를

호격 σύντροφε

(이)야

σύντροφον

(것)야

쌍수주/대/호 συντρόφω

(이)들이

συντρόφω

(것)들이

속/여 συντρόφοιν

(이)들의

συντρόφοιν

(것)들의

복수주격 σύντροφοι

(이)들이

σύντροφα

(것)들이

속격 συντρόφων

(이)들의

συντρόφων

(것)들의

여격 συντρόφοις

(이)들에게

συντρόφοις

(것)들에게

대격 συντρόφους

(이)들을

σύντροφα

(것)들을

호격 σύντροφοι

(이)들아

σύντροφα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ρ καὶ διεσκέδασε Ροβοὰμ τὴν βουλὴν αὐτῶν, καὶ οὐκ ἤρεσεν ἐνώπιον αὐτοῦ. καὶ ἀπέστειλε καὶ εἰσήγαγε τοὺς συντρόφους αὐτοῦ καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς. ταῦτα καὶ ταῦτα ἀπέσταλκεν ὁ λαὸς πρός με λέγων. καὶ εἶπαν οἱ σύντροφοι αὐτοῦ. οὕτως λαλήσεις πρὸς τὸν λαὸν λέγων. ἡ μικρότης μου παχυτέρα ὑπὲρ τὴν ὀσφὺν τοῦ πατρός μου. ὁ πατήρ μου ἐμαστίγου ὑμᾶς μάστιξιν, ἐγὼ δὲ κατάρξω ὑμᾶς ἐν σκορπίοις. (Septuagint, Liber I Regum 12:41)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 12:41)

  • ς καὶ ἤρεσε τὸ ρῆμα ἐνώπιον Ροβοάμ, καὶ ἀπεκρίθη τῷ λαῷ καθὼς συνεβούλευσαν αὐτῷ οἱ σύντροφοι αὐτοῦ τά παιδάρια. (Septuagint, Liber I Regum 12:42)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 12:42)

  • καὶ ἐκάλεσε τοὺς παῖδας αὐτοῦ τοὺς ἐνδόξους τοὺς συντρόφους αὐτοῦ ἀπὸ νεότητος καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὴν βασιλείαν αὐτοῦ ἔτι ζῶντος αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Maccabees I 1:6)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 1:6)

  • παρεκομίζετο δὲ τὸ σῶμα Φίλιππος ὁ σύντροφος αὐτοῦ, ὃς καὶ διευλαβηθεὶς τὸν υἱὸν Ἀντιόχου, πρὸς Πτολεμαῖον τὸν Φιλομήτορα εἰς Αἴγυπτον διεκομίσθη. (Septuagint, Liber Maccabees II 9:29)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 9:29)

  • οὐ μὴν ἀνίπτοις γε ποσίν, τὸ τοῦ λόγου, πρὸς ταῦτα ᾖξεν, ἀλλὰ καὶ ποιηταῖς σύντροφος ἐγένετο καὶ τῶν πλείστων ἐμέμνητο καὶ λέγειν ἤσκητο καὶ τὰς ἐν φιλοσοφίᾳ προαιρέσεις οὐκ ἐπ ὀλίγον οὐδὲ κατὰ τὴν παροιμίαν ἄκρῳ τῷ δακτύλῳ ἁψάμενος ἠπίστατο, καὶ τὸ σῶμα δὲ ἐγεγύμναστο καὶ πρὸς καρτερίαν διεπεπόνητο, καὶ τὸ ὅλον ἐμεμελήκει αὐτῷ μηδενὸς ἄλλου προσδεᾶ εἶναι: (Lucian, (no name) 4:1)

    (루키아노스, (no name) 4:1)

  • σύντροφος δὲ ἀνθρώποις ὑπάρχουσα καὶ ὁμοδίαιτος καὶ ὁμοτράπεζος ἁπάντων γεύεται, πλὴν ἐλαίου: (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 4:2)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 4:2)

  • ^ τῶν δὲ ὑποβρυχίων τὰ σελάχια πολλὰ καὶ ὅσα ὀστράκινα τὸ δέρμα καὶ τεμάχη Ποντικὰ τῶν ἐκ σαργάνης καὶ κωπαϊ´δες καὶ ὄρνις σύντροφος καὶ ἀλεκτρυὼν ἤδη ἀπῳδὸς καὶ ἰχθὺς ἦν παράσιτος: (Lucian, Lexiphanes, (no name) 6:4)

    (루키아노스, Lexiphanes, (no name) 6:4)

  • ἀνὴρ δὲ τίς ὢν ὅλως,^ καὶ ταῦτα παιδείᾳ σύντροφος καὶ φιλοσοφίᾳ τὰ μέτρια ὡμιληκώς, ἀφέμενος, ὦ Λυκῖνε, τοῦ περὶ τὰ βελτίω σπουδάζειν καὶ τοῖς παλαιοῖς συνεῖναι κάθηται καταυλούμενος, θηλυδρίαν ἄνθρωπον ὁρῶν ἐσθῆσι μαλακαῖς καὶ ᾄσμασιν ἀκολάστοις ἐναβρυνόμενον καὶ μιμούμενον ἐρωτικὰ γύναια, τῶν πάλαι τὰς μαχλοτάτας, Φαίδρας καὶ Παρθενόπας καὶ Ῥοδόπας τινάς, καὶ ταῦτα πάντα ὑπὸ κρούμασιν καὶ τερετίσμασι καὶ ποδῶν κτύπῳ, καταγέλαστα ὡς ἀληθῶς πράγματα καὶ ἥκιστα ἐλευθέρῳ ἀνδρὶ καὶ οἱῴ σοὶ πρέποντα · (Lucian, De saltatione, (no name) 2:1)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 2:1)

유의어

  1. brought up together with

  2. living with

  3. a helping in the preservation

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION