- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σύντομος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: syntomos 고전 발음: [쉰또모] 신약 발음: [쉰또모]

기본형: σύντομος

형태분석: συντομ (어간) + ος (어미)

  1. 간명한, 간결한, 엄한
  2. 짧은, 단모음의
  1. cut short, abridged; especially of a road, as in a short-cut
  2. (of language) concise, brief
  3. (of stature) short
  4. of other things

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 σύντομος

(이)가

σύντομον

(것)가

속격 συντόμου

(이)의

συντόμου

(것)의

여격 συντόμῳ

(이)에게

συντόμῳ

(것)에게

대격 σύντομον

(이)를

σύντομον

(것)를

호격 σύντομε

(이)야

σύντομον

(것)야

쌍수주/대/호 συντόμω

(이)들이

συντόμω

(것)들이

속/여 συντόμοιν

(이)들의

συντόμοιν

(것)들의

복수주격 σύντομοι

(이)들이

σύντομα

(것)들이

속격 συντόμων

(이)들의

συντόμων

(것)들의

여격 συντόμοις

(이)들에게

συντόμοις

(것)들에게

대격 συντόμους

(이)들을

σύντομα

(것)들을

호격 σύντομοι

(이)들아

σύντομα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δὲ Ἰουδαῖοι κατὰ τὸν ἀμερῆ ψυχουλκούμενοι χρόνον, πολυδάκρυον ἱκετείαν ἐν μέλεσι γοεροῖς τείνοντες τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν ἐδέοντο τοῦ μεγίστου Θεοῦ πάλιν αὐτοῖς βοηθῆσαι συντόμως. (Septuagint, Liber Maccabees III 5:25)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 5:25)

  • δίκαιοι ποιήσουσιν ἐν πλούτῳ ἔτη πολλά, ἄδικοι δὲ ἀπολοῦνται συντόμως. (Septuagint, Liber Proverbiorum 13:24)

    (70인역 성경, 잠언 13:24)

  • οὗτος γὰρ συντόμως ἀπολεῖται, καὶ πᾶς παράνομος ἀναλωθήσεται. (Septuagint, Liber Proverbiorum 23:28)

    (70인역 성경, 잠언 23:28)

  • τῆς σαφηνείας καὶ τῆς ἐναργείας ἀμφοτέρους κρατεῖν ἀπεφηνάμην, ἐν δὲ τῷ συντόμως ἐκφέρειν τὰ νοήματα Λυσίαν μᾶλλον ἡγούμην ἐπιτυγχάνειν. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 11 1:3)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 11 1:3)

  • ταῦτα δὲ συντόμως καὶ ἀφελῶς διανοίαις τε χρησταῖς καὶ γνώμαις εὐκαίροις καὶ ἐνθυμήμασι μετρίοις περιλαβὼν ἐπὶ τὴν πρόθεσιν ἐπείγεται, δι ἧς τὰ μέλλοντα ἐν ταῖς ἀποδείξεσι λέγεσθαι προειπὼν καὶ τὸν ἀκροατὴν παρασκευάσας εὐμαθῆ πρὸς τὸν μέλλοντα λόγον ἐπὶ τὴν διήγησιν καθίσταται: (Dionysius of Halicarnassus, chapter 17 1:3)

    (디오니시오스, chapter 17 1:3)

유의어

  1. 짧은

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION