헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σύντομος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σύντομος

형태분석: συντομ (어간) + ος (어미)

어원: sunte/mnw

  1. 간명한, 간결한, 엄한
  2. 짧은, 단모음의
  1. cut short, abridged; especially of a road, as in a short-cut
  2. (of language) concise, brief
  3. (of stature) short
  4. of other things

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 σύντομος

(이)가

σύντομον

(것)가

속격 συντόμου

(이)의

συντόμου

(것)의

여격 συντόμῳ

(이)에게

συντόμῳ

(것)에게

대격 σύντομον

(이)를

σύντομον

(것)를

호격 σύντομε

(이)야

σύντομον

(것)야

쌍수주/대/호 συντόμω

(이)들이

συντόμω

(것)들이

속/여 συντόμοιν

(이)들의

συντόμοιν

(것)들의

복수주격 σύντομοι

(이)들이

σύντομα

(것)들이

속격 συντόμων

(이)들의

συντόμων

(것)들의

여격 συντόμοις

(이)들에게

συντόμοις

(것)들에게

대격 συντόμους

(이)들을

σύντομα

(것)들을

호격 σύντομοι

(이)들아

σύντομα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ δὲ σύντομον τῆσ λέξεωσ μεταδιώκειν καὶ τὸ ἐξεργαστικὸν τῆσ πραγματείασ παραιτεῖσθαι τῷ τὴν μετάφρασιν ποιουμένῳ συγχωρητέον. (Septuagint, Liber Maccabees II 2:31)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 2:31)

  • κενοδοξίᾳ γὰρ ἀνθρώπων εἰσῆλθεν εἰσ κόσμον, καὶ διὰ τοῦτο σύντομον αὐτῶν τέλοσ ἐπενοήθη. (Septuagint, Liber Sapientiae 14:14)

    (70인역 성경, 지혜서 14:14)

  • καὶ γὰρ ἐν τούτοισ τὸ σύντομον ποιεῖ τὸν λόγον τοιοῦτον, ὡσ ἐπὶ τοῦ Λακεδαιμονίου Βρασίδα τέθηκεν, ὅτε μαχόμενοσ περὶ Πύλον ἀπὸ τῆσ νεὼσ τραυματίασ γενόμενοσ ἐξέπεσεν· (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 45)

    (디오니시오스, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 45)

  • καὶ γὰρ τὸ σύντομον μάλιστα αὗται ἔχουσιν αἱ διηγήσεισ καὶ τὸ σαφὲσ ἡδεῖαί τέ εἰσιν ὡσ οὐχ ἕτεραι καὶ πιθαναὶ καὶ τὴν πίστιν ἅμα λεληθότωσ συνεπιφέρουσιν, ὥστε μὴ ῥᾴδιον εἶναι μήθ’ ὅλην διήγησιν μηδεμίαν μήτε μέροσ αὐτῆσ ψευδὲσ ἢ ἀπίθανον εὑρεθῆναι· (Dionysius of Halicarnassus, chapter 183)

    (디오니시오스, chapter 183)

  • καὶ ἔγωγε ἤδη χάριν οἶδά σοι ἐξευρόντι σύντομόν τινα ταύτην ἡμῖν καὶ ἀρίστην ὁδόν. (Lucian, 142:6)

    (루키아노스, 142:6)

유의어

  1. 짧은

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION