συνείρω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
συνείρω
Structure:
συν
(Prefix)
+
εί̓ρ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: only in pres. and imperf.
Sense
- to string together
- to string, together, to speak on and on, go on without pausing
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἀνιᾷ δή σε πολλὰ καὶ ἀθρόα καὶ σχεδὸν τὰ πάντα, καὶ μάλιστα ὅταν σε παρευδοκιμῇ κίναιδόσ τισ ἢ ὀρχηστοδιδάσκαλοσ ἢ Ιὠνικὰ συνείρων Ἀλεξανδρεωτικὸσ ἀνθρωπίσκοσ τοῖσ μὲν γὰρ τὰ ἐρωτικὰ ταῦτα διακονουμένοισ καὶ γραμματίδια ὑπὸ κόλπου διακομίζουσιν πόθεν σύ γ’ ἰσότιμοσ; (Lucian, De mercede, (no name) 27:1)
- δέδοικα μή σοι μεταξὺ δόξω γελοίωσ αὐτὰ μιμεῖσθαι, τὰ μὲν ἀτάκτωσ συνείρων, ἐνίοτε δὲ καὶ αὐτὸν ὑπ’ ἀσθενείασ τὸν νοῦν διαφθείρων, κᾆτα ’προαχθῇσ ἠρέμα καὶ αὐτοῦ καταγνῶναι τοῦ δράματοσ. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 8:7)
- "^ ἦν δὴ τὸ ἐπὶ τούτῳ ὁ μὲν πάνυ ἀπίθανοσ ἐν τῇ ὑποκρίσει, συνείρων οἱο͂ν εἰκὸσ ἐκ πολλοῦ ἐσκεμμένα καὶ μεμελετημένα, εἰ καὶ ὅτι μάλιστα ἡ ἀναισχυντία . (Lucian, Pseudologista, (no name) 5:6)
- ἀλλ’ οὔτι γε πρὸσ ἐμὲ οὕτω ποιεῖν ἐχρῆν, ὃσ ἀκριβῶσ πολὺ πλέον ἐπιθυμοῦντά σε εἰπεῖν οἶδα ἢ ἐμὲ ἀκοῦσαι, καί μοι δοκεῖσ, εἰ ἀπορήσειασ τῶν ἀκουσομένων, κἂν πρὸσ κίονά τινα ἢ πρὸσ ἀνδριάντα ἡδέωσ ἂν προσελθὼν ἐκχέαι πάντα συνείρων ἀμυστί. (Lucian, Symposium, (no name) 4:1)
- ὥστε διαφθερῶ τὸ κήρυγμα ἢ ὑπέρμετρα ἢ ἐνδεᾶ συνείρων, καὶ γέλωσ ἔσται παρ’ αὐτοῖσ ἐπὶ τῇ ἀμουσίᾳ τῶν ἐπῶν ὁρῶ γοῦν καὶ τὸν Ἀπόλλω γελώμενον ἐπ’ ἐνίοισ τῶν χρησμῶν, καίτοι ἐπικρυπτούσησ τὰ πολλὰ τῆσ ἀσαφείασ, ὡσ μὴ πάνυ σχολὴν ἄγειν τοὺσ ἀκούοντασ ἐξετάζειν τὰ μέτρα. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 6:12)
Synonyms
-
to string together
Derived
- ἀνείρω (to fasten on or to, to string, to twine or wreathe)
- διείρω (to pass or draw through)
- εἴρω (I tie, join, fasten)
- ἐνείρω (to string on)
- ἐξείρω (to put forth, to pull out)
- παρείρω (to fasten in beside, insert, if he adds observance of)
- περιείρω (to insert or fix round)