Ancient Greek-English Dictionary Language

στωικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: στωικός στωική στωικόν

Structure: στωικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: stoa/

Sense

  1. of a colonnade or piazza: - , Stoic, of or belonging to the Stoics

Examples

  • Στωική τισ αὕτη τυφομανία· (Plutarch, De vitando aere alieno, chapter, section 7 1:2)
  • ἀνὴρ ἐν ταῖσ τρισὶν αἱρέσεσι διαπρέψασ, ἔν τε τῇ Ἀκαδημαϊκῇ καὶ περιπατητικῇ καὶ στωικῇ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, D, Kef. i'. KLEITOMAXOS 1:7)
  • ἐννεακαιδέκατον δ’ ἔτοσ ἔχων ἠρξάμην τε πολιτεύεσθαι τῇ Φαρισαίων αἱρέσει κατακολουθῶν, ἣ παραπλήσιόσ ἐστι τῇ παρ’ Ἕλλησιν Στωϊκῇ λεγομένῃ. (Flavius Josephus, 14:2)
  • τοῦ δὲ ἠθικοῦ γεγόνασιν αἱρέσεισ δέκα, Ἀκαδημαϊκή, Κυρηναϊκή, Ἠλιακή, Μεγαρική, Κυνική, Ἐρετρική, Διαλεκτική, Περιπατητική, Στωϊκή, Ἐπικούρειοσ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , PROOIMION 18:8)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION