Ancient Greek-English Dictionary Language

στωικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: στωικός στωική στωικόν

Structure: στωικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: stoa/

Sense

  1. of a colonnade or piazza: - , Stoic, of or belonging to the Stoics

Examples

  • ἀλλὰ τὰ λογάρια τὰ Στωικὰ λέγοντασ μυρίουσ. (Epictetus, Works, book 2, 22:2)
  • καίτοι γε εἴπερ ἐβούλετο Ὀδυσσεὺσ τὸ κατὰ τοὺσ Στωϊκοὺσ ἐπαινεῖν τέλοσ, ἐδύνατο ταυτὶ λέγειν ὅτε τὸν Φιλοκτήτην ἀνήγαγεν ἐκ τῆσ Λήμνου, ὅτε τὸ Ἴλιον ἐξεπόρθησεν, ὅτε τοὺσ Ἕλληνασ φεύγοντασ κατέσχεν, ὅτε εἰσ Τροίαν εἰσῆλθεν ἑαυτὸν μαστιγώσασ καὶ κακὰ καὶ Στωϊκὰ ῥάκη ἐνδύσ· (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 10:6)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION