헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στρατιώτης

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στρατιώτης στρατιώτου

형태분석: στρατιωτ (어간) + ης (어미)

어원: stratia/

  1. 군인, 병사, 전사
  2. 용병, 고용인
  1. soldier, warrior
  2. mercenary

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 στρατιώτης

군인이

στρατιώτᾱ

군인들이

στρατιῶται

군인들이

속격 στρατιώτου

군인의

στρατιώταιν

군인들의

στρατιωτῶν

군인들의

여격 στρατιώτῃ

군인에게

στρατιώταιν

군인들에게

στρατιώταις

군인들에게

대격 στρατιώτην

군인을

στρατιώτᾱ

군인들을

στρατιώτᾱς

군인들을

호격 στρατιῶτα

군인아

στρατιώτᾱ

군인들아

στρατιῶται

군인들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δακρύσει δέ μου τὴν ἀπώλειαν οὐχ ὁ στρατιώτησ ‐ πῶσ γὰρ; (Demades, On the Twelve Years, 2:5)

    (데마데스, On the Twelve Years, 2:5)

  • στρατιώτησ αὐτὸσ ὑπάρχων ἀπὸ τῶν αὐτῶν τούτων λημμάτων, ὥσπερ ἐστὶ δίκαιον ὑπὲρ τῆσ πατρίδοσ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 13 1:4)

    (디오니시오스, chapter 13 1:4)

  • εἰ δὲ δὴ καὶ πέσοι παράσιτοσ ἐν πολέμῳ, οὐκ ἂν ἐπ’ αὐτῷ δήπου οὔτε λοχαγὸσ οὔτε στρατιώτησ αἰσχυνθείη μεγάλῳ τε ὄντι νεκρῷ καὶ ὥσπερ ἐν συμποσίῳ καλῷ καλῶσ κατακειμένῳ. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 50:1)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 50:1)

  • Τυχιάδη, ταῦτα, εἰ μὴ δύνασαι γινώσκειν ὅτι πλούσιοσ ἀνήρ, εἰ καὶ τὸ Γύγου χρυσίον ἔχοι, μόνοσ ἐσθίων πένησ ἐστὶν καὶ προϊὼν ἄνευ παρασίτου πτωχὸσ δοκεῖ, καὶ ὥσπερ στρατιώτησ χωρὶσ ὅπλων ἀτιμότεροσ καὶ ἐσθὴσ ἄνευ πορφύρασ καὶ ἵπποσ ἄνευ φαλάρων, οὕτω καὶ πλούσιοσ ἄνευ παρασίτου ταπεινόσ τισ καὶ εὐτελὴσ φαίνεται. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 58:4)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 58:4)

  • ἅμα τε οὖν ἐντεῦθεν καὶ ἀργύριον ἐλάμβανεν, ἅμα τε οἱ ἡγεμόνεσ οὐ παρεκρούοντο αὐτόν, πότε τετελεύτηκεν ὁ στρατιώτησ. (Aristotle, Economics, Book 2 51:2)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 51:2)

유의어

  1. 군인

  2. 용병

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION