- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στόμαχος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: stomachos 고전 발음: [또마코] 신약 발음: [또마코]

기본형: στόμαχος στομάχου

형태분석: στομαχ (어간) + ος (어미)

어원: στόμα

  1. 목구멍, 목, 식도
  2. 배, 식욕
  3. 방광, 부레
  1. throat, gullet
  2. stomach
  3. bladder

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 στόμαχος

목구멍이

στομάχω

목구멍들이

στόμαχοι

목구멍들이

속격 στομάχου

목구멍의

στομάχοιν

목구멍들의

στομάχων

목구멍들의

여격 στομάχῳ

목구멍에게

στομάχοιν

목구멍들에게

στομάχοις

목구멍들에게

대격 στόμαχον

목구멍을

στομάχω

목구멍들을

στομάχους

목구멍들을

호격 στόμαχε

목구멍아

στομάχω

목구멍들아

στόμαχοι

목구멍들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ὅθεν αἱ μήκωνες αὐτῶν πρὸς μὲν τὰς τῶν στομάχων εὐτονίας οὐκ εὐθετοῦσι πρὸς δὲ τὴν τῆς κοιλίας ἀσθένειαν χρήσιμοι, τροφιμώτεραι δὲ τούτων εἰσὶ καὶ ἀπολαυστικώτεραι αἱ τῆς πορφύρας μήκωνες, πλὴν σκιλλωδέστεραι ὑπάρχουσι καὶ γὰρ ὅλον τὸ κογχύλιον τοιοῦτόν ἐστιν, ἴδιον δὲ καὶ ταύταις καὶ τοῖς σωλῆσι παρέπεται τὸ ἑψομέναις παχὺν ποιεῖν τὸν ζωμόν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 345)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 345)

  • ἑψόμενοι δὲ τὸ καθ ἑαυτοὺς καὶ οἱ τράχηλοι τῶν πορφυρῶν εὐθετοῦσι πρὸς τὰς τῶν στομάχων διαθέσεις. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 346)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 346)

  • μηδείς μοι ταύτην, Ἐρασίστρατε, τὴν σπατάλην σου ποιήσειε θεῶν, ᾗ σὺ κατασπαταλᾷς, ἔσθων ἐκτραπέλως στομάχων κακά, χείρονα λιμοῦ, οἱᾶ φάγοιεν ἐμῶν ἀντιδίκων τεκνία. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 4021)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 4021)

유의어

  1. 목구멍

  2. 방광

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION