헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στενάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στενάζω

형태분석: στενάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: ste/nw

  1. 탄식하다, 끙끙거리다, 신음하다
  2. 슬퍼하다, 애도하다, 비통해하다
  1. to sigh often, sigh deeply, to sigh, groan, moan, utterdst thou, moan
  2. to bemoan, bewail

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στενάζω

(나는) 탄식한다

στενάζεις

(너는) 탄식한다

στενάζει

(그는) 탄식한다

쌍수 στενάζετον

(너희 둘은) 탄식한다

στενάζετον

(그 둘은) 탄식한다

복수 στενάζομεν

(우리는) 탄식한다

στενάζετε

(너희는) 탄식한다

στενάζουσιν*

(그들은) 탄식한다

접속법단수 στενάζω

(나는) 탄식하자

στενάζῃς

(너는) 탄식하자

στενάζῃ

(그는) 탄식하자

쌍수 στενάζητον

(너희 둘은) 탄식하자

στενάζητον

(그 둘은) 탄식하자

복수 στενάζωμεν

(우리는) 탄식하자

στενάζητε

(너희는) 탄식하자

στενάζωσιν*

(그들은) 탄식하자

기원법단수 στενάζοιμι

(나는) 탄식하기를 (바라다)

στενάζοις

(너는) 탄식하기를 (바라다)

στενάζοι

(그는) 탄식하기를 (바라다)

쌍수 στενάζοιτον

(너희 둘은) 탄식하기를 (바라다)

στεναζοίτην

(그 둘은) 탄식하기를 (바라다)

복수 στενάζοιμεν

(우리는) 탄식하기를 (바라다)

στενάζοιτε

(너희는) 탄식하기를 (바라다)

στενάζοιεν

(그들은) 탄식하기를 (바라다)

명령법단수 στέναζε

(너는) 탄식해라

στεναζέτω

(그는) 탄식해라

쌍수 στενάζετον

(너희 둘은) 탄식해라

στεναζέτων

(그 둘은) 탄식해라

복수 στενάζετε

(너희는) 탄식해라

στεναζόντων, στεναζέτωσαν

(그들은) 탄식해라

부정사 στενάζειν

탄식하는 것

분사 남성여성중성
στεναζων

στεναζοντος

στεναζουσα

στεναζουσης

στεναζον

στεναζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στενάζομαι

(나는) 탄식된다

στενάζει, στενάζῃ

(너는) 탄식된다

στενάζεται

(그는) 탄식된다

쌍수 στενάζεσθον

(너희 둘은) 탄식된다

στενάζεσθον

(그 둘은) 탄식된다

복수 στεναζόμεθα

(우리는) 탄식된다

στενάζεσθε

(너희는) 탄식된다

στενάζονται

(그들은) 탄식된다

접속법단수 στενάζωμαι

(나는) 탄식되자

στενάζῃ

(너는) 탄식되자

στενάζηται

(그는) 탄식되자

쌍수 στενάζησθον

(너희 둘은) 탄식되자

στενάζησθον

(그 둘은) 탄식되자

복수 στεναζώμεθα

(우리는) 탄식되자

στενάζησθε

(너희는) 탄식되자

στενάζωνται

(그들은) 탄식되자

기원법단수 στεναζοίμην

(나는) 탄식되기를 (바라다)

στενάζοιο

(너는) 탄식되기를 (바라다)

στενάζοιτο

(그는) 탄식되기를 (바라다)

쌍수 στενάζοισθον

(너희 둘은) 탄식되기를 (바라다)

στεναζοίσθην

(그 둘은) 탄식되기를 (바라다)

복수 στεναζοίμεθα

(우리는) 탄식되기를 (바라다)

στενάζοισθε

(너희는) 탄식되기를 (바라다)

στενάζοιντο

(그들은) 탄식되기를 (바라다)

명령법단수 στενάζου

(너는) 탄식되어라

στεναζέσθω

(그는) 탄식되어라

쌍수 στενάζεσθον

(너희 둘은) 탄식되어라

στεναζέσθων

(그 둘은) 탄식되어라

복수 στενάζεσθε

(너희는) 탄식되어라

στεναζέσθων, στεναζέσθωσαν

(그들은) 탄식되어라

부정사 στενάζεσθαι

탄식되는 것

분사 남성여성중성
στεναζομενος

στεναζομενου

στεναζομενη

στεναζομενης

στεναζομενον

στεναζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστέναζον

(나는) 탄식하고 있었다

ἐστέναζες

(너는) 탄식하고 있었다

ἐστέναζεν*

(그는) 탄식하고 있었다

쌍수 ἐστενάζετον

(너희 둘은) 탄식하고 있었다

ἐστεναζέτην

(그 둘은) 탄식하고 있었다

복수 ἐστενάζομεν

(우리는) 탄식하고 있었다

ἐστενάζετε

(너희는) 탄식하고 있었다

ἐστέναζον

(그들은) 탄식하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστεναζόμην

(나는) 탄식되고 있었다

ἐστενάζου

(너는) 탄식되고 있었다

ἐστενάζετο

(그는) 탄식되고 있었다

쌍수 ἐστενάζεσθον

(너희 둘은) 탄식되고 있었다

ἐστεναζέσθην

(그 둘은) 탄식되고 있었다

복수 ἐστεναζόμεθα

(우리는) 탄식되고 있었다

ἐστενάζεσθε

(너희는) 탄식되고 있었다

ἐστενάζοντο

(그들은) 탄식되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἀκούσατε δή, ὅτι στενάζω ἐγώ, οὐκ ἔστιν ὁ παρακαλῶν με. πάντεσ οἱ ἐχθροί μου ἤκουσαν τὰ κακά μου καὶ ἐχάρησαν, ὅτι σὺ ἐποίησασ. ἐπήγαγεσ ἡμέραν, ἐκάλεσασ καιρόν, ἐγένοντο ὅμοιοι ἐμοί. (Septuagint, Lamentationes 1:22)

    (70인역 성경, 애가 1:22)

  • καὶ ἔσται ἐὰν εἴπωσι πρὸσ σέ. ἕνεκα τίνοσ σὺ στενάζεισ̣ καὶ ἐρεῖσ. ἐπὶ τῇ ἀγγελίᾳ, διότι ἔρχεται, καὶ θραυσθήσεται πᾶσα καρδία, καὶ πᾶσαι χεῖρεσ παραλυθήσονται, καὶ ἐκψύξει πᾶσα σὰρξ καὶ πᾶν πνεῦμα, καὶ πάντεσ μηροὶ μολυνθήσονται ὑγρασίᾳ. ἰδοὺ ἔρχεται καὶ ἔσται λέγει Κύριοσ. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 21:7)

    (70인역 성경, 에제키엘서 21:7)

  • τί παιᾶν’ ἐμὸν στενάζεισ; (Euripides, The Trojan Women, episode, strophe 13)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, strophe 13)

  • στέναζε, μᾶτερ, αἰαῖ. (Euripides, The Trojan Women, episode, lyric6)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, lyric6)

  • ὦ δῶμ’ ὃ πρίν ποτ’ εὐτύχεισ ἀν’ Ἑλλάδα, Σιδωνίου γέροντοσ, ὃσ τὸ γηγενὲσ δράκοντοσ ἔσπειρ’ Ὄφεοσ ἐν γαίᾳ θέροσ, ὥσ σε στενάζω, δοῦλοσ ὢν μέν, ἀλλ’ ὅμωσ χρηστοῖσι δούλοισ συμφορὰ τὰ δεσποτῶν. (Euripides, episode1)

    (에우리피데스, episode1)

  • στενάζω. (Euripides, Heracles, episode, lyric1)

    (에우리피데스, Heracles, episode, lyric1)

  • ὥσ σε στενάζω τῶν τεθνηκότων πλέον· (Euripides, Phoenissae, episode, iambic 3:8)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode, iambic 3:8)

  • στενάζω· (Aeschylus, Eumenides, choral, strophe 14)

    (아이스킬로스, 에우메니데스, choral, strophe 14)

유의어

  1. 탄식하다

    • στένω (탄식하다, 끙끙거리다, 신음하다)
  2. 슬퍼하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION