헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στεῖρα

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στεῖρα στείρας

형태분석: στειρ (어간) + α (어미)

어원: from stei=ros

  1. a cow that has not calved
  2. a barren woman

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ κατοικίζων στεῖραν ἐν οἴκῳ, μητέρα ἐπὶ τέκνοισ εὐφραινομένην. (Septuagint, Liber Psalmorum 112:9)

    (70인역 성경, 시편 112:9)

  • στεῖραν δὲ οὐκ εὖ ἐποίησε καὶ γύναιον οὐκ ἠλέησε, (Septuagint, Liber Iob 24:21)

    (70인역 성경, 욥기 24:21)

  • ἐγὼ δὲ ἔδωκα τὴν προσδοκίαν ταύτην, καὶ οὐκ ἐμνήσθησ μου, εἶπε Κύριοσ. οὐκ ἰδοὺ ἐγὼ γεννῶσαν καὶ στεῖραν ἐποίησα̣ εἶπεν ὁ Θεόσ σου. (Septuagint, Liber Isaiae 66:9)

    (70인역 성경, 이사야서 66:9)

  • εἰ δέ τισ ἔμπαλιν ἐλευθέραν γυναῖκα εἰσ τὴν οἰκίαν νόμῳ παραλαβὼν ἐπ’ ἀρότῳ παίδων γνησίων, ὁ δὲ μήτε αὐτὸσ προσάπτοιτο ἀκμαίασ καὶ καλῆσ παρθένου μήτε ἄλλῳ προσβλέπειν ἐπιτρέποι, ἄγονον δὲ καὶ στεῖραν κατακλείσασ παρθενεύοι, καὶ ταῦτα ἐρᾶν φάσκων καὶ δῆλοσ ὢν ἀπὸ τῆσ χρόασ καὶ τῆσ σαρκὸσ ἐκτετηκυίασ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ὑποδεδυκότων, ἔσθ’ ὅπωσ ὁ τοιοῦτοσ οὐ παραπαίειν δόξειεν ἄν, δέον παιδοποιεῖσθαι καὶ ἀπολαύειν τοῦ γάμου, καταμαραίνων εὐπρόσωπον οὕτω καὶ ἐπέραστον κόρην καθάπερ ἱέρειαν τῇ Θεσμοφόρῳ τρέφων διὰ παντὸσ τοῦ βίου; (Lucian, Timon, (no name) 17:1)

    (루키아노스, Timon, (no name) 17:1)

  • ἐν μέντοι ταῖσ διαδοχαῖσ τῶν βασιλέων ἀναγράφουσι τὴν Νέφθυν Τυφῶνι γημαμένην πρώτην γενέσθαι στεῖραν· (Plutarch, De Iside et Osiride, section 38 8:1)

    (플루타르코스, De Iside et Osiride, section 38 8:1)

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION