헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σπείρω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σπείρω

형태분석: σπείρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 뿌리다, 씨뿌리다
  1. I sow

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σπείρω

(나는) 뿌린다

σπείρεις

(너는) 뿌린다

σπείρει

(그는) 뿌린다

쌍수 σπείρετον

(너희 둘은) 뿌린다

σπείρετον

(그 둘은) 뿌린다

복수 σπείρομεν

(우리는) 뿌린다

σπείρετε

(너희는) 뿌린다

σπείρουσιν*

(그들은) 뿌린다

접속법단수 σπείρω

(나는) 뿌리자

σπείρῃς

(너는) 뿌리자

σπείρῃ

(그는) 뿌리자

쌍수 σπείρητον

(너희 둘은) 뿌리자

σπείρητον

(그 둘은) 뿌리자

복수 σπείρωμεν

(우리는) 뿌리자

σπείρητε

(너희는) 뿌리자

σπείρωσιν*

(그들은) 뿌리자

기원법단수 σπείροιμι

(나는) 뿌리기를 (바라다)

σπείροις

(너는) 뿌리기를 (바라다)

σπείροι

(그는) 뿌리기를 (바라다)

쌍수 σπείροιτον

(너희 둘은) 뿌리기를 (바라다)

σπειροίτην

(그 둘은) 뿌리기를 (바라다)

복수 σπείροιμεν

(우리는) 뿌리기를 (바라다)

σπείροιτε

(너희는) 뿌리기를 (바라다)

σπείροιεν

(그들은) 뿌리기를 (바라다)

명령법단수 σπείρε

(너는) 뿌려라

σπειρέτω

(그는) 뿌려라

쌍수 σπείρετον

(너희 둘은) 뿌려라

σπειρέτων

(그 둘은) 뿌려라

복수 σπείρετε

(너희는) 뿌려라

σπειρόντων, σπειρέτωσαν

(그들은) 뿌려라

부정사 σπείρειν

뿌리는 것

분사 남성여성중성
σπειρων

σπειροντος

σπειρουσα

σπειρουσης

σπειρον

σπειροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σπείρομαι

(나는) 뿌려진다

σπείρει, σπείρῃ

(너는) 뿌려진다

σπείρεται

(그는) 뿌려진다

쌍수 σπείρεσθον

(너희 둘은) 뿌려진다

σπείρεσθον

(그 둘은) 뿌려진다

복수 σπειρόμεθα

(우리는) 뿌려진다

σπείρεσθε

(너희는) 뿌려진다

σπείρονται

(그들은) 뿌려진다

접속법단수 σπείρωμαι

(나는) 뿌려지자

σπείρῃ

(너는) 뿌려지자

σπείρηται

(그는) 뿌려지자

쌍수 σπείρησθον

(너희 둘은) 뿌려지자

σπείρησθον

(그 둘은) 뿌려지자

복수 σπειρώμεθα

(우리는) 뿌려지자

σπείρησθε

(너희는) 뿌려지자

σπείρωνται

(그들은) 뿌려지자

기원법단수 σπειροίμην

(나는) 뿌려지기를 (바라다)

σπείροιο

(너는) 뿌려지기를 (바라다)

σπείροιτο

(그는) 뿌려지기를 (바라다)

쌍수 σπείροισθον

(너희 둘은) 뿌려지기를 (바라다)

σπειροίσθην

(그 둘은) 뿌려지기를 (바라다)

복수 σπειροίμεθα

(우리는) 뿌려지기를 (바라다)

σπείροισθε

(너희는) 뿌려지기를 (바라다)

σπείροιντο

(그들은) 뿌려지기를 (바라다)

명령법단수 σπείρου

(너는) 뿌려져라

σπειρέσθω

(그는) 뿌려져라

쌍수 σπείρεσθον

(너희 둘은) 뿌려져라

σπειρέσθων

(그 둘은) 뿌려져라

복수 σπείρεσθε

(너희는) 뿌려져라

σπειρέσθων, σπειρέσθωσαν

(그들은) 뿌려져라

부정사 σπείρεσθαι

뿌려지는 것

분사 남성여성중성
σπειρομενος

σπειρομενου

σπειρομενη

σπειρομενης

σπειρομενον

σπειρομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓σπειρον

(나는) 뿌리고 있었다

έ̓σπειρες

(너는) 뿌리고 있었다

έ̓σπειρεν*

(그는) 뿌리고 있었다

쌍수 ἐσπείρετον

(너희 둘은) 뿌리고 있었다

ἐσπειρέτην

(그 둘은) 뿌리고 있었다

복수 ἐσπείρομεν

(우리는) 뿌리고 있었다

ἐσπείρετε

(너희는) 뿌리고 있었다

έ̓σπειρον

(그들은) 뿌리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσπειρόμην

(나는) 뿌려지고 있었다

ἐσπείρου

(너는) 뿌려지고 있었다

ἐσπείρετο

(그는) 뿌려지고 있었다

쌍수 ἐσπείρεσθον

(너희 둘은) 뿌려지고 있었다

ἐσπειρέσθην

(그 둘은) 뿌려지고 있었다

복수 ἐσπειρόμεθα

(우리는) 뿌려지고 있었다

ἐσπείρεσθε

(너희는) 뿌려지고 있었다

ἐσπείροντο

(그들은) 뿌려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ γὰρ ἐν φίλοισ ὁ μῦθοσ, οὐδὲ πᾶν ἀναπτύξαι πρέπει πρὸσ φῶσ παρούσησ τῆσδε πλησίασ ἐμοί, μὴ σὺν φθόνῳ τε καὶ πολυγλώσσῳ βοῇ σπείρῃ ματαίαν βάξιν εἰσ πᾶσαν πόλιν. (Sophocles, episode 4:3)

    (소포클레스, episode 4:3)

  • σὺ οὖν, ἔφη, ὦ Σώκρατεσ, πότερον ἡγῇ κρεῖττον εἶναι ἑνὶ τούτων τῶν σπόρων χρῆσθαι ἐκλεξάμενον, ἐάν τε πολὺ ἐάν τε ὀλίγον σπέρμα σπείρῃ τισ, ἢ ἀρξάμενον ἀπὸ τοῦ πρωιμωτάτου μέχρι τοῦ ὀψιμωτάτου σπείρειν; (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 17 6:1)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 17 6:1)

  • πολὺ δ’ οἶμαι καλλίων σπουδὴ περὶ αὐτὰ γίγνεται, ὅταν τισ τῇ διαλεκτικῇ τέχνῃ χρώμενοσ, λαβὼν ψυχὴν προσήκουσαν, φυτεύῃ τε καὶ σπείρῃ μετ’ ἐπιστήμησ λόγουσ, οἳ ἑαυτοῖσ τῷ τε φυτεύσαντι βοηθεῖν ἱκανοὶ καὶ οὐχὶ ἄκαρποι ἀλλὰ ἔχοντεσ σπέρμα, ὅθεν ἄλλοι ἐν ἄλλοισ ἤθεσι φυόμενοι τοῦτ’ ἀεὶ ἀθάνατον παρέχειν ἱκανοί, καὶ τὸν ἔχοντα εὐδαιμονεῖν ποιοῦντεσ εἰσ ὅσον ἀνθρώπῳ δυνατὸν μάλιστα. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 324:3)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 324:3)

  • ὃ γὰρ ἐὰν σπείρῃ ἄνθρωποσ, τοῦτο καὶ θερίσει· (PROS GALATAS, chapter 1 155:2)

    (PROS GALATAS, chapter 1 155:2)

유의어

  1. 뿌리다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION