Ancient Greek-English Dictionary Language

ῥωμαλέος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ῥωμαλέος ῥωμαλέη ῥωμαλέον

Structure: ῥωμαλε (Stem) + ος (Ending)

Etym.: r(w/mh

Sense

  1. strong of body
  2. mighty, strong

Examples

  • καὶ διὰ τοῦτο τῆσ φυγῆσ αὐτοῖσ γινομένησ δυσέργου καὶ βραδείασ καταλαμβανόμενοι τὸ μὲν παιδίον ἐγχειρίζουσιν Ἀνδροκλείωνι καὶ Ἱππίᾳ καὶ Νεάνδρῳ, νεανίσκοισ οὖσι πιστοῖσ καὶ ῥωμαλέοισ, ἀνὰ κράτοσ φεύγειν καὶ Μεγάρων ἔχεσθαι χωρίου Μακεδονικοῦ προστάξαντεσ, αὐτοὶ δὲ τὰ μὲν δεόμενοι, τὰ δὲ ἀπομαχόμενοι τοῖσ διώκουσιν ἐμποδὼν ἦσαν ἄχρι δείλησ ὀψίασ. (Plutarch, chapter 2 2:1)

Synonyms

  1. strong of body

  2. mighty

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION