헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θεά̄

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θεά̄ θεᾶς

형태분석: θε (어간) + ᾱ (어미)

어원: qa/omai, qea/omai

  1. 풍경, 광경, 시야
  1. view, sight

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 θεά̄

풍경이

θεᾱ́

풍경들이

θεαί

풍경들이

속격 θεᾶς

풍경의

θεαῖν

풍경들의

θεῶν

풍경들의

여격 θεᾷ

풍경에게

θεαῖν

풍경들에게

θεαῖς

풍경들에게

대격 θεᾱ́ν

풍경을

θεᾱ́

풍경들을

θεᾱ́ς

풍경들을

호격 θεᾱ́

풍경아

θεᾱ́

풍경들아

θεαί

풍경들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • παρθενίᾳ γὰρ ἔτι ψυχᾷ κίον ἐσ τέμενοσ πορφυροζώνοιο θεᾶσ· (Bacchylides, , epinicians, ode 11 4:2)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 11 4:2)

  • κνίσεν τε Μίνωϊ κέαρ ἱμεράμπυκοσ θεᾶσ Κύπριδοσ αἰνὰ δῶρα· (Bacchylides, , dithyrambs, ode 17 1:3)

    (바킬리데스, , dithyrambs, ode 17 1:3)

  • Γοργὼν δ’ ὡσ ἐπ’ αἰγίδοσ θεᾶσ χαλκῆ μετώποισ ἱππικοῖσι πρόσδετοσ πολλοῖσι σὺν κώδωσιν ἐκτύπει φόβον. (Euripides, Rhesus, episode 2:5)

    (에우리피데스, Rhesus, episode 2:5)

  • καὶ νῦν ἐπ’ εὐτυχοῦντι Τρωικῷ στρατῷ ἥκω πορεύουσ’ ἄνδρα σοι μέγαν φίλον, τῆσ ὑμνοποιοῦ παῖδα Θρῄκιον θεᾶσ Μούσησ· (Euripides, Rhesus, episode 2:7)

    (에우리피데스, Rhesus, episode 2:7)

  • τοσόνδε Νύμφην τὴν ἔνερθ’ αἰτήσομαι, τῆσ καρποποιοῦ παῖδα Δήμητροσ θεᾶσ, ψυχὴν ἀνεῖναι τοῦδ’· (Euripides, Rhesus, episode, antistrophe 1 4:10)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, antistrophe 1 4:10)

  • καὶ μετὰ χρόνον οὐκ ἔσται ἐν αὐτῇ πᾶν χλωρὸν διὰ τὸ ξηρανθῆναι. γυναῖκεσ ἐρχόμεναι ἀπὸ θέασ, δεῦτε. οὐ γὰρ λαόσ ἐστιν ἔχων σύνεσιν, διὰ τοῦτο οὐ μὴ οἱκτειρήσῃ ὁ ποιήσασ αὐτούσ, οὐδὲ ὁ πλάσασ αὐτοὺσ οὐ μὴ ἐλεήσῃ. (Septuagint, Liber Isaiae 27:11)

    (70인역 성경, 이사야서 27:11)

  • διὰ ταῦτα αὐτὸσ μὲν οὐκ ἐπιτήδειοσ ὑμῖν δικαστήσ, ὁ δὲ νεανίασ οὗτοσ ὁ Φρὺξ ἐφ’ ὃν ἄπιτε βασιλικὸσ μέν ἐστι καὶ Γανυμήδουσ τουτουὶ συγγενήσ, τὰ ἄλλα δὲ ἀφελὴσ καὶ ὄρειοσ, κοὐκ ἄν τισ αὐτὸν ἀπαξιώσειε τοιαύτησ θέασ. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 1:4)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 1:4)

  • πῶσ ἂν οὖν, ὦ δέσποτα Ἑρμῆ, δυνηθείην ἐγὼ θνητὸσ αὐτὸσ καὶ ἀγροῖκοσ ὢν δικαστὴσ γενέσθαι παραδόξου θέασ καὶ μείζονοσ ἢ κατὰ βουκόλον; (Lucian, Dearum judicium, (no name) 7:13)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 7:13)

  • ὦ Ζεῦ τεράστιε τῆσ θέασ, τοῦ κάλλουσ, τῆσ ἡδονῆσ. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 11:1)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 11:1)

  • γοῦν δοκεῖ καὶ συνεξαίρεσθαι οἴκου πολυτελείᾳ ἡ τοῦ λέγοντοσ γνώμη καὶ πρὸσ τοὺσ λόγουσ ἐπεγείρεσθαι, καθάπερ τι καὶ ὑποβαλλούσησ τῆσ θέασ· (Lucian, De Domo, (no name) 4:2)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 4:2)

유의어

  1. 풍경

관련어

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION