헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πτηνός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πτηνός πτηνή πτηνόν

형태분석: πτην (어간) + ος (어미)

어원: pth=nai

  1. 날개가 있는, 나는, 깃털이 난
  2. 순식간의, 일시적인
  1. feathered, winged
  2. winged creatures, fowls, birds, of winged game
  3. fleeting

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πτηνός

날개가 있는 (이)가

πτηνή

날개가 있는 (이)가

πτηνόν

날개가 있는 (것)가

속격 πτηνοῦ

날개가 있는 (이)의

πτηνῆς

날개가 있는 (이)의

πτηνοῦ

날개가 있는 (것)의

여격 πτηνῷ

날개가 있는 (이)에게

πτηνῇ

날개가 있는 (이)에게

πτηνῷ

날개가 있는 (것)에게

대격 πτηνόν

날개가 있는 (이)를

πτηνήν

날개가 있는 (이)를

πτηνόν

날개가 있는 (것)를

호격 πτηνέ

날개가 있는 (이)야

πτηνή

날개가 있는 (이)야

πτηνόν

날개가 있는 (것)야

쌍수주/대/호 πτηνώ

날개가 있는 (이)들이

πτηνᾱ́

날개가 있는 (이)들이

πτηνώ

날개가 있는 (것)들이

속/여 πτηνοῖν

날개가 있는 (이)들의

πτηναῖν

날개가 있는 (이)들의

πτηνοῖν

날개가 있는 (것)들의

복수주격 πτηνοί

날개가 있는 (이)들이

πτηναί

날개가 있는 (이)들이

πτηνά

날개가 있는 (것)들이

속격 πτηνῶν

날개가 있는 (이)들의

πτηνῶν

날개가 있는 (이)들의

πτηνῶν

날개가 있는 (것)들의

여격 πτηνοῖς

날개가 있는 (이)들에게

πτηναῖς

날개가 있는 (이)들에게

πτηνοῖς

날개가 있는 (것)들에게

대격 πτηνούς

날개가 있는 (이)들을

πτηνᾱ́ς

날개가 있는 (이)들을

πτηνά

날개가 있는 (것)들을

호격 πτηνοί

날개가 있는 (이)들아

πτηναί

날개가 있는 (이)들아

πτηνά

날개가 있는 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 πτηνός

πτηνοῦ

날개가 있는 (이)의

πτηνότερος

πτηνοτεροῦ

더 날개가 있는 (이)의

πτηνότατος

πτηνοτατοῦ

가장 날개가 있는 (이)의

부사 πτηνώς

πτηνότερον

πτηνότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἐὰν δὲ ἀπὸ τῶν πτηνῶν τῶν προσφερομένων ἀπ̓ αὐτῶν δῶρον τῷ Κυρίῳ, ὃσ ἂν δῷ ἀπὸ τούτων τῷ Κυρίῳ, ἔσται ἅγιον. (Septuagint, Liber Leviticus 27:9)

    (70인역 성경, 레위기 27:9)

  • ζῷα ἐόντα ἕκαστον αὐτῶν ἐσ ἄλλην μορφὴν μεμιμέαται, τὰ μὲν ἐνάλια, τὰ δὲ ἀνθρώπων, τὰ δὲ θηρῶν, τὰ δὲ πτηνῶν, τὰ δὲ κτηνέων. (Lucian, De astrologia, (no name) 6:3)

    (루키아노스, De astrologia, (no name) 6:3)

  • πτηνὸν μὲν οἱ γενέσθαι ὡσ ἵππον οὐ μάλα πείθομαι, δοκέω δέ μιν ταύτην τὴν σοφίην μετέποντα ^ ὑψηλά τε φρονέοντα καὶ ἄστροισιν ὁμιλέοντα ἐσ οὐρανὸν οὐχὶ τῷ ἵππῳ ἀναβῆναι ἀλλὰ τῇ διανοίῃ. (Lucian, De astrologia, (no name) 13:2)

    (루키아노스, De astrologia, (no name) 13:2)

  • τὴν γῆν, τὰ μὲν ὑποβρύχια, φωλεύοντα ἐν μυχῷ τῆσ ψάμμου, τὰ δὲ ἄνω ἐπιπολάζοντα, φύσαλοι καὶ ἀσπίδεσ καὶ ἔχιδναι καὶ κεράσται καὶ βουπρήστεισ καὶ ἀκοντίαι καὶ ἀμφίσβαιναι καὶ δράκοντεσ καὶ σκορπίων γένοσ διττόν, τὸ μὲν ἕτερον ἐπίγειόν τε καὶ πεζόν, ὑπέρμεγα καὶ πολυσφόνδυλον, θάτερον δὲ ἐναέριον καὶ πτηνόν, ὑμενόπτερον δὲ οἱᾶ ταῖσ ἀκρίσι καὶ τέττιξι καὶ νυκτερίσι τὰ πτερά. (Lucian, Dipsades 5:1)

    (루키아노스, Dipsades 5:1)

  • ἃ δὲ ἠδίκημαι καὶ περιύβρισμαι πρὸσ τούτου, ταῦτά ἐστιν, ὅτι με σεμνόν τέωσ ὄντα καὶ θεῶν τε πέρι καὶ φύσεωσ καὶ τῆσ τῶν ὅλων περιόδου σκοπούμενον, ὑψηλὸν ἄνω που τῶν νεφῶν ἀεροβατοῦντα, ἔνθα ὁ μέγασ ἐν οὐρανῷ Ζεὺσ πτηνὸν ἁρ́μα ἐλαύνων φέρεται, κατασπάσασ αὐτὸσ ἤδη κατὰ τὴν ἁψῖδα πετόμενον καὶ ἀναβαίνοντα ὑπὲρ τὰ νῶτα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ πτερὰ συντρίψασ ἰσοδίαιτον τοῖσ πολλοῖσ ἐποίησεν, καὶ τὸ μὲν τραγικὸν ἐκεῖνο καὶ σωφρονικὸν προσωπεῖον ἀφεῖλέ μου, κωμικὸν δὲ καὶ σατυρικὸν ἄλλο ἐπέθηκέ μοι καὶ μικροῦ δεῖν γελοῖον. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 33:8)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 33:8)

  • Ἡράκλεισ, δεινόν τινα φὴσ τὸν ὄνειρον εἴ γε πτηνὸσ ὤν, ὥσ φασιν, καὶ ὁρ́ον ἔχων τῆσ πτήσεωσ τὸν ὕπνον ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα ἤδη πηδᾷ καὶ ἐνδιατρίβει ἀνεῳγόσι τοῖσ ὀφθαλμοῖσ μελιχρὸσ οὕτωσ καὶ ἐναργὴσ φαινόμενοσ· (Lucian, Gallus, (no name) 6:4)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 6:4)

  • Ἄγε, ὦ Γανύμηδεσ ‐ ἥκομεν γὰρ ἔνθα ἐχρῆν ‐ φίλησόν με ἤδη, ὅπωσ εἰδῇσ οὐκέτι ῥάμφοσ ἀγκύλον ἔχοντα οὐδ̓ ὄνυχασ ὀξεῖσ οὐδὲ πτερά, οἱο͂σ ἐφαινόμην σοι πτηνὸσ εἶναι δοκῶν. (Lucian, Dialogi deorum, 1:1)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 1:1)

  • πτηνὸσ πορεύσει πῶλοσ· (Aristophanes, Peace, Prologue, iambics3)

    (아리스토파네스, Peace, Prologue, iambics3)

  • πῶσ ἐξολισθεῖν πτηνὸσ ὢν δυνήσεται; (Aristophanes, Peace, Prologue, iambics13)

    (아리스토파네스, Peace, Prologue, iambics13)

  • κἀν τῷδε μόχθῳ πτηνὸσ ἐσπίπτει δόμοισ κῶμοσ πελειῶν ‐ Λοξίου γὰρ ἐν δόμοισ ἄτρεστα ναίουσ’ ‐ ὡσ δ’ ἀπέσπεισαν μέθυ, ἐσ αὐτὸ χείλη πώματοσ κεχρημέναι καθῆκαν, εἷλκον δ’ εὐπτέρουσ ἐσ αὐχένασ. (Euripides, Ion, episode 4:11)

    (에우리피데스, Ion, episode 4:11)

유의어

  1. 날개가 있는

  2. winged creatures

  3. 순식간의

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION