- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πτέρυξ?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: pteryx 고전 발음: [떼뤽] 신약 발음: [때뤽]

기본형: πτέρυξ πτέρυγος

형태분석: πτερυγ (어간) + ς (어미)

어원: πτερόν

  1. 날개, 날갯죽지
  2. 비행, 도망
  3. 노, 방향타, 키
  4. 귓불
  5. 어깨뼈, 죽지
  1. wing
  2. (in the plural) feathers
  3. (in the plural) fins
  4. (poetic) flight
  5. Anything which resembles a wing: rudder, oar
  6. The flaps at the bottom of armour
  7. The edge of a sword or axe
  8. earlobe
  9. shoulder blade

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πτέρυξ

날개가

πτέρυγε

날개들이

πτέρυγες

날개들이

속격 πτέρυγος

날개의

πτερύγοιν

날개들의

πτερύγων

날개들의

여격 πτέρυγι

날개에게

πτερύγοιν

날개들에게

πτέρυξι(ν)

날개들에게

대격 πτέρυγα

날개를

πτέρυγε

날개들을

πτέρυγας

날개들을

호격 πτέρυξ

날개야

πτέρυγε

날개들아

πτέρυγες

날개들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔσονται οἱ Χερουβὶμ ἐκτείνοντες τὰς πτέρυγας ἐπάνωθεν, συσκιάζοντες ἐν ταῖς πτέρυξιν αὐτῶν ἐπὶ τοῦ ἱλαστηρίου, καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν εἰς ἄλληλα. εἰς τὸ ἱλαστήριον ἔσονται τὰ πρόσωπα τῶν Χερουβίμ. (Septuagint, Liber Exodus 25:19)

    (70인역 성경, 탈출기 25:19)

  • ὡς ἀετὸς σκεπάσαι νοσσιὰν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοῖς νεοσσοῖς αὐτοῦ ἐπεπόθησε, διεὶς τὰς πτέρυγας αὐτοῦ ἐδέξατο αὐτοὺς καὶ ἀνέλαβεν αὐτοὺς ἐπὶ τῶ μεταφρένων αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 32:11)

    (70인역 성경, 신명기 32:11)

  • ἀποτίσαι Κύριος τὴν ἐργασίαν σου καὶ γένοιτο ὁ μισθός σου πλήρης παρὰ Κυρίου Θεοῦ Ἰσραήλ, πρὸς ὃν ἦλθες πεποιθέναι ὑπὸτὰς πτέρυγας αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Ruth 2:12)

    (70인역 성경, 룻기 2:12)

  • καὶ ἀμφότερα τὰ Χερουβὶμ ἐν μέσῳ τοῦ οἴκου τοῦ ἐσωτάτου. καὶ διεπέτασε τὰς πτέρυγας αὐτῶν, καὶ ἥπτετο πτέρυξ μία τοῦ τοίχου, καὶ πτέρυξ Χεροὺβ τοῦ δευτέρου ἥπτετο τοῦ τοίχου τοῦ δευτέρου, καὶ αἱ πτέρυγες αὐτῶν ἐν μέσῳ τοῦ οἴκου ἥπτοντο πτέρυξ πτέρυγος. (Septuagint, Liber I Regum 6:26)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 6:26)

  • καὶ εἰσφέρουσιν οἱ ἱερεῖς τὴν κιβωτὸν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς εἰς τὸ δαβὶρ τοῦ οἴκου, εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων ὑπὸ τὰς πτέρυγας τῶν Χερουβίμ. (Septuagint, Liber I Regum 8:6)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 8:6)

유의어

  1. 날개

  2. feathers

  3. fins

  4. 비행

  5. The edge of a sword or axe

  6. 어깨뼈

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION