πτέρυξ?
3군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사: pteryx
고전 발음: [쁘떼뤽스]
신약 발음: [쁘때뤽스]
기본형:
πτέρυξ
πτέρυγος
형태분석:
πτερυγ
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- 날개, 날갯죽지
- 비행, 도망
- 노, 방향타, 키
- 귓불
- 어깨뼈, 죽지
- wing
- (in the plural) feathers
- (in the plural) fins
- (poetic) flight
- Anything which resembles a wing: rudder, oar
- The flaps at the bottom of armour
- The edge of a sword or axe
- earlobe
- shoulder blade
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἔσονται οἱ Χερουβὶμ ἐκτείνοντες τὰς πτέρυγας ἐπάνωθεν, συσκιάζοντες ἐν ταῖς πτέρυξιν αὐτῶν ἐπὶ τοῦ ἱλαστηρίου, καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν εἰς ἄλληλα. εἰς τὸ ἱλαστήριον ἔσονται τὰ πρόσωπα τῶν Χερουβίμ. (Septuagint, Liber Exodus 25:19)
(70인역 성경, 탈출기 25:19)
- ὡς ἀετὸς σκεπάσαι νοσσιὰν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοῖς νεοσσοῖς αὐτοῦ ἐπεπόθησε, διεὶς τὰς πτέρυγας αὐτοῦ ἐδέξατο αὐτοὺς καὶ ἀνέλαβεν αὐτοὺς ἐπὶ τῶ μεταφρένων αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 32:11)
(70인역 성경, 신명기 32:11)
- ἀποτίσαι Κύριος τὴν ἐργασίαν σου καὶ γένοιτο ὁ μισθός σου πλήρης παρὰ Κυρίου Θεοῦ Ἰσραήλ, πρὸς ὃν ἦλθες πεποιθέναι ὑπὸτὰς πτέρυγας αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Ruth 2:12)
(70인역 성경, 룻기 2:12)
- καὶ ἀμφότερα τὰ Χερουβὶμ ἐν μέσῳ τοῦ οἴκου τοῦ ἐσωτάτου. καὶ διεπέτασε τὰς πτέρυγας αὐτῶν, καὶ ἥπτετο πτέρυξ μία τοῦ τοίχου, καὶ πτέρυξ Χεροὺβ τοῦ δευτέρου ἥπτετο τοῦ τοίχου τοῦ δευτέρου, καὶ αἱ πτέρυγες αὐτῶν ἐν μέσῳ τοῦ οἴκου ἥπτοντο πτέρυξ πτέρυγος. (Septuagint, Liber I Regum 6:26)
(70인역 성경, 열왕기 상권 6:26)
- καὶ εἰσφέρουσιν οἱ ἱερεῖς τὴν κιβωτὸν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς εἰς τὸ δαβὶρ τοῦ οἴκου, εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων ὑπὸ τὰς πτέρυγας τῶν Χερουβίμ. (Septuagint, Liber I Regum 8:6)
(70인역 성경, 열왕기 상권 8:6)
유의어
-
날개
-
feathers
-
fins
-
비행
-
The edge of a sword or axe
-
어깨뼈