헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δρασμός

2군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δρασμός

어원: didra/skw

  1. 비행, 도망, 탈출
  1. a running away, flight

예문

  • Ἀγαθοκλέουσ δρασμὸσ εἰσ Σικελίαν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter pr63)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter pr63)

  • δρασμὸσ τῶν Ἀθηναίων καὶ ἅλωσισ τῆσ πάσησ δυνάμεωσ. (Diodorus Siculus, Library, book xiii, 17)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xiii, 17)

  • δρασμὸσ τῶν Καρχηδονίων νυκτὸσ Διονυσίου συνεργήσαντοσ λάθρᾳ τῶν Συρακοσίων ἐπὶ τετρακοσίοισ ταλάντοισ. (Diodorus Siculus, Library, book xiv, 32)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xiv, 32)

  • ὡσ δ’ ἀντέλεγε μὲν οὐδεὶσ αὐτῷ, παραμένειν δὲ οὐκ ἐτόλμων, ἀλλ’ ἐξεχέοντο ὑπὸ τοῦ δέουσ οἱ λόγοι καὶ ὁ δρασμὸσ ἐνίκα καὶ πράγματα αἴσχιστα ἔμελλε συμβήσεσθαι, καὶ οὐχ ὅσον τὸ τῆσ δουλείασ, ἀλλ’ ἀποδρᾶναι πρῶτον, εἶτα δουλεύειν, καὶ πρότερον δούλουσ κακοὺσ δόξαι τοῖσ βαρβάροισ ἢ δούλουσ γενέσθαι, τότε δὴ, τότε ὑπὲρ πάντασ ἰατροὺσ πρὸσ ἀνάγκην καὶ πρὸσ ἀηδίαν σώζοντασ ἐπάγει τοὺσ βαρβάρουσ αὐτοῖσ, ἀμφοτέρουσ ἐξαπατήσασ, τοὺσ μὲν ὡσ κατ’ εὔνοιαν καλῶν, τοὺσ δ’ ὡσ οὐδὲν εἰδὼσ τοῦ πράγματοσ· (Aristides, Aelius, Orationes, 79:3)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 79:3)

유의어

  1. 비행

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION