Ancient Greek-English Dictionary Language

πρόσθεσις

Third declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πρόσθεσις πρόσθεσεως

Structure: προσθεσι (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. a putting to, application
  2. an adding, addition

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • πολλὰ καὶ ἄλλα τισ ἂν εὑρ́οι δι’ ὅλησ τῆσ ἱστορίασ ἢ τῆσ ἄκρασ ἐξεργασίασ τετυχηκότα καὶ μήτε πρόσθεσιν δεχόμενα μήτ’ ἀφαίρεσιν, ἢ ῥᾳθύμωσ ἐπιτετροχασμένα καὶ οὐδὲ τὴν ἐλαχίστην ἔμφασιν ἔχοντα τῆσ δεινότητοσ ἐκείνησ, μάλιστα δ’ ἐν ταῖσ δημηγορίαισ καὶ ἐν τοῖσ διαλόγοισ καὶ ἐν ταῖσ ἄλλαισ ῥητορείαισ. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 161)
  • ἐπλανήθησαν δ’ οἱ πολλοὶ νομίζοντεσ τὰσ πελειάδασ ὄρνεισ εἶναι πρῶτον μὲν ἐκ τοῦ ποιητικοῦ σχηματισμοῦ τοῦ κατὰ τὴν πρόσθεσιν τοῦ γράμματοσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 79 5:1)
  • ἵνα δ’ αὕτη γένηται, προηγήσασθαι χρὴ πρόσφυσιν, ἵνα δ’ ἐκείνη, πρόσθεσιν. (Galen, On the Natural Faculties., , section 114)
  • δηλοῦσι δ’ αἱ καλούμεναι λεῦκαι τὴν διαφορὰν ὁμοιώσεώσ τε καὶ προσφύσεωσ, ὥσπερ τὸ γένοσ ἐκεῖνο τῶν ὑδέρων, ὅ τινεσ ὀνομάζουσιν ἀνὰ σάρκα, διορίζει σαφῶσ πρόσθεσιν προσφύσεωσ. (Galen, On the Natural Faculties., , section 116)
  • καὶ δῆλον ἐν τῷδε τὸ μικρῷ πρόσθεν Ῥηθὲν ὡσ ὀρθῶσ ἐλέγετο τὸ δεῖν πρόσθεσιν μὲν πρῶτον, ἐφεξῆσ δὲ πρόσφύσιν, ἔπειτ’ ἐξομοίωσιν γενέσθαι τῷ μέλλοντι τρέφεσθαι. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1111)

Synonyms

  1. a putting to

  2. an adding

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION