προσβολή
First declension Noun; Feminine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
προσβολή
προσβολῆς
Structure:
προσβολ
(Stem)
+
η
(Ending)
Sense
- a putting to, application
- a falling on, attack, assault
- attack party
- an approaching, arrival
- landing place, harbour
- chance, accident, fate
- the iron point of a weapon
Declension
First declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἦν δὲ καὶ τοῖσ ἐν τῇ πόλει κατειλημμένοισ οὐ πάρεργοσ ἀγωνία ταρασσομένοισ τῆσ ἐν ὑπαίθρῳ προσβολῆσ. (Septuagint, Liber Maccabees II 15:19)
- εἰ δὲ δὴ πελάζοιεν, ἐγχρίμψαντασ ταῖσ ἀσπίσι καὶ τοῖσ ὤμοισ ἀντερείσαντασ δέχεσθαι τὴν προσβολὴν ὡσ καρτερώτατα καὶ τῇ συγκλείσει πυκνοτάτῃ τὰσ πρώτασ τρεῖσ τάξεισ συνερειδούσασ σφίσιν ὡσ βιαιότατον οἱο͂́ν τε· (Arrian, Acies Contra Alanos 35:2)
- τάδε μὲν γίγνεσθαι, εἰ ἀπὸ τὴσ πρώτησ προσβολῆσ φυγὴ κατάσχοι τοὺσ ἐναντίουσ· (Arrian, Acies Contra Alanos 39:3)
- τροφαί τε ματρὸσ ἀύπνά τ’ ὀμμάτων τέλη, καὶ φίλιαι προσβολαὶ προσώπων; (Euripides, Suppliants, choral, antistrophe 15)
- χὤτου ποτ’ ἐστὶ δαιμόνων ἡ προσβολὴ οὐκ οἶδ’. (Aristophanes, Peace, Prologue 1:29)
- ὡσ ἐὰν νυνὶ μαλάξῃσ αὐτὸν ἐν τῇ προσβολῇ, δειλὸν εὑρήσεισ· (Aristotle, Agon, antistrophe 17)
- ἐν προσβολῇ δέ ἐστιν τοῖσ ἀπὸ Σκυθίασ προσπλέουσιν,^‐ οὐ πολὺ τῆσ Καράμβεωσ ἀπέχουσα, ἡ πόλισ. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 56:2)
- ἂν δ’ ὀργή τισ ἢ προσβολὴ δεισιδαιμονίασ ἢ διαφορὰ πρὸσ οἰκείουσ σύντονοσ ἢ περιμανὴσ ἐξ ἔρωτοσ ἐπιθυμία κινοῦσα χορδὰσ τὰσ ἀκινήτουσ φρενῶν ἐπιταράξῃ τὴν διάνοιαν, οὐ φευκτέον εἰσ ἑτέρουσ λόγουσ ἀποδιδράσκοντασ ; (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 12 2:1)
- ἐγένετο δ’ ἡ προσβολὴ τοῖσ φρουρίοισ πανταχόθεν· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 16 6:1)
Synonyms
-
a putting to
-
a falling on
-
an approaching
-
landing place
-
the iron point of a weapon