헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσβολή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσβολή προσβολῆς

형태분석: προσβολ (어간) + η (어미)

어원: prosba/llw

  1. 적용, 신청, 응용
  2. 공격, 강습, 습격, 비난
  3. 도착, 도달, 접근
  4. 항구, 항만
  5. 운명, 사고, 기회, 인연
  1. a putting to, application
  2. a falling on, attack, assault
  3. attack party
  4. an approaching, arrival
  5. landing place, harbour
  6. chance, accident, fate
  7. the iron point of a weapon

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 προσβολή

적용이

προσβολᾱ́

적용들이

προσβολαί

적용들이

속격 προσβολῆς

적용의

προσβολαῖν

적용들의

προσβολῶν

적용들의

여격 προσβολῇ

적용에게

προσβολαῖν

적용들에게

προσβολαῖς

적용들에게

대격 προσβολήν

적용을

προσβολᾱ́

적용들을

προσβολᾱ́ς

적용들을

호격 προσβολή

적용아

προσβολᾱ́

적용들아

προσβολαί

적용들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ δὲ δὴ πελάζοιεν, ἐγχρίμψαντασ ταῖσ ἀσπίσι καὶ τοῖσ ὤμοισ ἀντερείσαντασ δέχεσθαι τὴν προσβολὴν ὡσ καρτερώτατα καὶ τῇ συγκλείσει πυκνοτάτῃ τὰσ πρώτασ τρεῖσ τάξεισ συνερειδούσασ σφίσιν ὡσ βιαιότατον οἱο͂́ν τε· (Arrian, Acies Contra Alanos 35:2)

    (아리아노스, Acies Contra Alanos 35:2)

  • ὁ μὲν γὰρ ἐπήλαυνεν εἰκοσάπηχύν τινα προβεβλημένοσ κοντόν, ὁ Θρᾷξ δὲ ἐπειδὴ τῇ πέλτῃ ἀπεκρούσατο τὴν προσβολὴν καὶ παρῆλθεν αὐτὸν ἡ ἀκωκή, ἐσ τὸ γόνυ ὀκλάσασ δέχεται τῇ σαρίσῃ τὴν ἐπέλασιν καὶ τιτρώσκει τὸν ἵππον ὑπὸ τὸ στέρνον ὑπὸ θυμοῦ καὶ σφοδρότητοσ διαπείραντα ἑαυτόν· (Lucian, Dialogi mortuorum, 8:3)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 8:3)

  • καὶ φυγὴ μὲν οὐκ ἦν, ἀναχώρησισ δὲ πρὸσ ὄροσ τὸ καλούμενον Ὀλόκρον, ὥστε καὶ τὸν Αἰμίλιον ἰδόντα φησὶν ὁ Ποσειδώνιοσ καταρρήξασθαι τὸν χιτῶνα, τούτων μὲν ἐνδιδόντων, τῶν δ’ ἄλλων Ῥωμαίων διατρεπομένων τὴν φάλαγγα προσβολὴν οὐκ ἔχουσαν, ἀλλ’ ὥσπερ χαρακώματι τῷ πυκνώματι τῶν σαρισῶν ὑπαντιάζουσαν πάντοθεν ἀπρόσμαχον. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 20 3:2)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 20 3:2)

  • Ἀλέξανδροσ πολιορκῶν Γάζαν χωρίον τι τῆσ Συρίασ πάνυ ἐχυρὸν τραυματίασ τε γίνεται κατὰ τὴν προσβολὴν καὶ τὸ χωρίον αἱρεῖ χρόνῳ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1862)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1862)

  • τοῦτο δὲ σημαίνει σικύασ προσβολήν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 76 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 76 1:1)

유의어

  1. 적용

  2. 공격

  3. 도착

  4. 항구

  5. the iron point of a weapon

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION