헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσεννέπω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσεννέπω

형태분석: προσεννέπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 있다, 말을 걸다, 말하다, 간청하다, 돌보다
  2. 부르다, 소환하다
  1. to address, accost, I address, to
  2. to intreat or command
  3. to call

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεννέπω

(나는) 있는다

προσεννέπεις

(너는) 있는다

προσεννέπει

(그는) 있는다

쌍수 προσεννέπετον

(너희 둘은) 있는다

προσεννέπετον

(그 둘은) 있는다

복수 προσεννέπομεν

(우리는) 있는다

προσεννέπετε

(너희는) 있는다

προσεννέπουσιν*

(그들은) 있는다

접속법단수 προσεννέπω

(나는) 있자

προσεννέπῃς

(너는) 있자

προσεννέπῃ

(그는) 있자

쌍수 προσεννέπητον

(너희 둘은) 있자

προσεννέπητον

(그 둘은) 있자

복수 προσεννέπωμεν

(우리는) 있자

προσεννέπητε

(너희는) 있자

προσεννέπωσιν*

(그들은) 있자

기원법단수 προσεννέποιμι

(나는) 있기를 (바라다)

προσεννέποις

(너는) 있기를 (바라다)

προσεννέποι

(그는) 있기를 (바라다)

쌍수 προσεννέποιτον

(너희 둘은) 있기를 (바라다)

προσεννεποίτην

(그 둘은) 있기를 (바라다)

복수 προσεννέποιμεν

(우리는) 있기를 (바라다)

προσεννέποιτε

(너희는) 있기를 (바라다)

προσεννέποιεν

(그들은) 있기를 (바라다)

명령법단수 προσέννεπε

(너는) 있어라

προσεννεπέτω

(그는) 있어라

쌍수 προσεννέπετον

(너희 둘은) 있어라

προσεννεπέτων

(그 둘은) 있어라

복수 προσεννέπετε

(너희는) 있어라

προσεννεπόντων, προσεννεπέτωσαν

(그들은) 있어라

부정사 προσεννέπειν

있는 것

분사 남성여성중성
προσεννεπων

προσεννεποντος

προσεννεπουσα

προσεννεπουσης

προσεννεπον

προσεννεποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεννέπομαι

προσεννέπει, προσεννέπῃ

προσεννέπεται

쌍수 προσεννέπεσθον

προσεννέπεσθον

복수 προσεννεπόμεθα

προσεννέπεσθε

προσεννέπονται

접속법단수 προσεννέπωμαι

προσεννέπῃ

προσεννέπηται

쌍수 προσεννέπησθον

προσεννέπησθον

복수 προσεννεπώμεθα

προσεννέπησθε

προσεννέπωνται

기원법단수 προσεννεποίμην

προσεννέποιο

προσεννέποιτο

쌍수 προσεννέποισθον

προσεννεποίσθην

복수 προσεννεποίμεθα

προσεννέποισθε

προσεννέποιντο

명령법단수 προσεννέπου

προσεννεπέσθω

쌍수 προσεννέπεσθον

προσεννεπέσθων

복수 προσεννέπεσθε

προσεννεπέσθων, προσεννεπέσθωσαν

부정사 προσεννέπεσθαι

분사 남성여성중성
προσεννεπομενος

προσεννεπομενου

προσεννεπομενη

προσεννεπομενης

προσεννεπομενον

προσεννεπομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπροσέννεπον

(나는) 있고 있었다

ἐπροσέννεπες

(너는) 있고 있었다

ἐπροσέννεπεν*

(그는) 있고 있었다

쌍수 ἐπροσεννέπετον

(너희 둘은) 있고 있었다

ἐπροσεννεπέτην

(그 둘은) 있고 있었다

복수 ἐπροσεννέπομεν

(우리는) 있고 있었다

ἐπροσεννέπετε

(너희는) 있고 있었다

ἐπροσέννεπον

(그들은) 있고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπροσεννεπόμην

ἐπροσεννέπου

ἐπροσεννέπετο

쌍수 ἐπροσεννέπεσθον

ἐπροσεννεπέσθην

복수 ἐπροσεννεπόμεθα

ἐπροσεννέπεσθε

ἐπροσεννέποντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 있다

  2. to intreat or command

  3. 부르다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION