고전 발음: [] 신약 발음: []
기본형: προσείω προσείσω
형태분석: προ (접두사) + σεί (어간) + ω (인칭어미)
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | προσείω (나는) 흔들린다 |
προσείεις (너는) 흔들린다 |
προσείει (그는) 흔들린다 |
쌍수 | προσείετον (너희 둘은) 흔들린다 |
προσείετον (그 둘은) 흔들린다 |
||
복수 | προσείομεν (우리는) 흔들린다 |
προσείετε (너희는) 흔들린다 |
προσείουσιν* (그들은) 흔들린다 |
|
접속법 | 단수 | προσείω (나는) 흔들리자 |
προσείῃς (너는) 흔들리자 |
προσείῃ (그는) 흔들리자 |
쌍수 | προσείητον (너희 둘은) 흔들리자 |
προσείητον (그 둘은) 흔들리자 |
||
복수 | προσείωμεν (우리는) 흔들리자 |
προσείητε (너희는) 흔들리자 |
προσείωσιν* (그들은) 흔들리자 |
|
기원법 | 단수 | προσείοιμι (나는) 흔들리기를 (바라다) |
προσείοις (너는) 흔들리기를 (바라다) |
προσείοι (그는) 흔들리기를 (바라다) |
쌍수 | προσείοιτον (너희 둘은) 흔들리기를 (바라다) |
προσειοίτην (그 둘은) 흔들리기를 (바라다) |
||
복수 | προσείοιμεν (우리는) 흔들리기를 (바라다) |
προσείοιτε (너희는) 흔들리기를 (바라다) |
προσείοιεν (그들은) 흔들리기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | προσείε (너는) 흔들려라 |
προσειέτω (그는) 흔들려라 |
|
쌍수 | προσείετον (너희 둘은) 흔들려라 |
προσειέτων (그 둘은) 흔들려라 |
||
복수 | προσείετε (너희는) 흔들려라 |
προσειόντων, προσειέτωσαν (그들은) 흔들려라 |
||
부정사 | προσείειν 흔들리는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
προσειων προσειοντος | προσειουσα προσειουσης | προσειον προσειοντος | ||
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | προσείομαι (나는) 흔들려진다 |
προσείει, προσείῃ (너는) 흔들려진다 |
προσείεται (그는) 흔들려진다 |
쌍수 | προσείεσθον (너희 둘은) 흔들려진다 |
προσείεσθον (그 둘은) 흔들려진다 |
||
복수 | προσειόμεθα (우리는) 흔들려진다 |
προσείεσθε (너희는) 흔들려진다 |
προσείονται (그들은) 흔들려진다 |
|
접속법 | 단수 | προσείωμαι (나는) 흔들려지자 |
προσείῃ (너는) 흔들려지자 |
προσείηται (그는) 흔들려지자 |
쌍수 | προσείησθον (너희 둘은) 흔들려지자 |
προσείησθον (그 둘은) 흔들려지자 |
||
복수 | προσειώμεθα (우리는) 흔들려지자 |
προσείησθε (너희는) 흔들려지자 |
προσείωνται (그들은) 흔들려지자 |
|
기원법 | 단수 | προσειοίμην (나는) 흔들려지기를 (바라다) |
προσείοιο (너는) 흔들려지기를 (바라다) |
προσείοιτο (그는) 흔들려지기를 (바라다) |
쌍수 | προσείοισθον (너희 둘은) 흔들려지기를 (바라다) |
προσειοίσθην (그 둘은) 흔들려지기를 (바라다) |
||
복수 | προσειοίμεθα (우리는) 흔들려지기를 (바라다) |
προσείοισθε (너희는) 흔들려지기를 (바라다) |
προσείοιντο (그들은) 흔들려지기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | προσείου (너는) 흔들려져라 |
προσειέσθω (그는) 흔들려져라 |
|
쌍수 | προσείεσθον (너희 둘은) 흔들려져라 |
προσειέσθων (그 둘은) 흔들려져라 |
||
복수 | προσείεσθε (너희는) 흔들려져라 |
προσειέσθων, προσειέσθωσαν (그들은) 흔들려져라 |
||
부정사 | προσείεσθαι 흔들려지는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
προσειομενος προσειομενου | προσειομενη προσειομενης | προσειομενον προσειομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | προσείσω (나는) 흔들리겠다 |
προσείσεις (너는) 흔들리겠다 |
προσείσει (그는) 흔들리겠다 |
쌍수 | προσείσετον (너희 둘은) 흔들리겠다 |
προσείσετον (그 둘은) 흔들리겠다 |
||
복수 | προσείσομεν (우리는) 흔들리겠다 |
προσείσετε (너희는) 흔들리겠다 |
προσείσουσιν* (그들은) 흔들리겠다 |
|
기원법 | 단수 | προσείσοιμι (나는) 흔들리겠기를 (바라다) |
προσείσοις (너는) 흔들리겠기를 (바라다) |
προσείσοι (그는) 흔들리겠기를 (바라다) |
쌍수 | προσείσοιτον (너희 둘은) 흔들리겠기를 (바라다) |
προσεισοίτην (그 둘은) 흔들리겠기를 (바라다) |
||
복수 | προσείσοιμεν (우리는) 흔들리겠기를 (바라다) |
προσείσοιτε (너희는) 흔들리겠기를 (바라다) |
προσείσοιεν (그들은) 흔들리겠기를 (바라다) |
|
부정사 | προσείσειν 흔들릴 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
προσεισων προσεισοντος | προσεισουσα προσεισουσης | προσεισον προσεισοντος | ||
중간태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | προσείσομαι (나는) 흔들려지겠다 |
προσείσει, προσείσῃ (너는) 흔들려지겠다 |
προσείσεται (그는) 흔들려지겠다 |
쌍수 | προσείσεσθον (너희 둘은) 흔들려지겠다 |
προσείσεσθον (그 둘은) 흔들려지겠다 |
||
복수 | προσεισόμεθα (우리는) 흔들려지겠다 |
προσείσεσθε (너희는) 흔들려지겠다 |
προσείσονται (그들은) 흔들려지겠다 |
|
기원법 | 단수 | προσεισοίμην (나는) 흔들려지겠기를 (바라다) |
προσείσοιο (너는) 흔들려지겠기를 (바라다) |
προσείσοιτο (그는) 흔들려지겠기를 (바라다) |
쌍수 | προσείσοισθον (너희 둘은) 흔들려지겠기를 (바라다) |
προσεισοίσθην (그 둘은) 흔들려지겠기를 (바라다) |
||
복수 | προσεισοίμεθα (우리는) 흔들려지겠기를 (바라다) |
προσείσοισθε (너희는) 흔들려지겠기를 (바라다) |
προσείσοιντο (그들은) 흔들려지겠기를 (바라다) |
|
부정사 | προσείσεσθαι 흔들려질 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
προσεισομενος προσεισομενου | προσεισομενη προσεισομενης | προσεισομενον προσεισομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | προέσειον (나는) 흔들리고 있었다 |
προέσειες (너는) 흔들리고 있었다 |
προέσειεν* (그는) 흔들리고 있었다 |
쌍수 | προεσείετον (너희 둘은) 흔들리고 있었다 |
προεσειέτην (그 둘은) 흔들리고 있었다 |
||
복수 | προεσείομεν (우리는) 흔들리고 있었다 |
προεσείετε (너희는) 흔들리고 있었다 |
προέσειον (그들은) 흔들리고 있었다 |
|
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | προεσειόμην (나는) 흔들려지고 있었다 |
προεσείου (너는) 흔들려지고 있었다 |
προεσείετο (그는) 흔들려지고 있었다 |
쌍수 | προεσείεσθον (너희 둘은) 흔들려지고 있었다 |
προεσειέσθην (그 둘은) 흔들려지고 있었다 |
||
복수 | προεσειόμεθα (우리는) 흔들려지고 있었다 |
προεσείεσθε (너희는) 흔들려지고 있었다 |
προεσείοντο (그들은) 흔들려지고 있었다 |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
(아리스토파네스, Wasps, Episode, lyric 4:5)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설,
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기고전 발음: [] 신약 발음: []
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기