προσβιβάζω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
προσβιβάζω
προσβιβῶ
형태분석:
προς
(접두사)
+
βιβάζ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
어원: Causal of prosbai/nw
뜻
- 가져오다, 설득하다, 건네다, 주장하다, 데리다
- to make to approach, bring nearer
- to bring over, persuade, to bring, into accordance with
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὔσησ δὲ πολλῆσ καὶ βασιλικῆσ ἐν ἐκπώμασι καὶ τραπέζαισ καὶ λίθοισ καὶ πορφύραισ κατασκευῆσ, ἣν ἔδει πραθεῖσαν ἐξαργυρισθῆναι, πάντα βουλόμενοσ ἐξακριβοῦν καὶ πάντα κατατείνειν εἰσ ἄκραν τιμὴν καὶ πᾶσιν αὐτὸσ παρεῖναι καὶ προσάγειν τὸν ἔσχατον ἐκλογισμόν, οὐδὲ τοῖσ ἐθάσι τῆσ ἀγορᾶσ ἐπίστευεν, ἀλλὰ ὑπονοῶν ὁμοῦ πάντασ, ὑπηρέτασ, κήρυκασ, ὠνητάσ, φίλουσ, τέλοσ αὐτὸσ ἰδίᾳ τοῖσ ὠνουμένοισ διαλεγόμενοσ καὶ προσβιβάζων ἕκαστον, οὕτω τὰ πλεῖστα τῶν ἀγορασμάτων ἐπώλει. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 36 2:1)
(플루타르코스, Cato the Younger, chapter 36 2:1)
- τὰ μὲν πολλὰ βουλόμενον ἦγε πείθων καὶ διδάσκων τὸν δῆμον, ἦν δ’ ὅτε καὶ μάλα δυσχεραίνοντα κατατείνων καὶ προσβιβάζων ἐχειροῦτο τῷ συμφέροντι, μιμούμενοσ ἀτεχνῶσ ἰατρὸν ποικίλῳ νοσήματι καὶ μακρῷ κατὰ καιρὸν μὲν ἡδονὰσ ἀβλαβεῖσ, κατὰ καιρὸν δὲ δηγμοὺσ καὶ φάρμακα προσφέροντα σωτήρια. (Plutarch, , chapter 15 3:1)
(플루타르코스, , chapter 15 3:1)
- τὰσ δὲ συνεδρίασ καὶ τὰσ συντάξεισ, ἐξ ὧν ἰσχύσειν ὁ πόλεμοσ ἔμελλεν, ἄρδην ἀπέδοτο, καλλίστοισ ὀνόμασιν αἰσχίστασ πράξεισ γράφων, καὶ τῷ λόγῳ προσβιβάζων ὑμᾶσ, τὰσ μὲν βοηθείασ ὡσ δεῖ τὴν πόλιν πρότερον ποιεῖσθαι τοῖσ ἀεὶ δεομένοισ τῶν Ἑλλήνων, τὰσ δὲ συμμαχίασ ὑστέρασ μετὰ τὰσ εὐεργεσίασ. (Aeschines, Speeches, , section 931)
(아이스키네스, 연설, , section 931)
- καὶ μὴν ὅτι καὶ τὸ πᾶν τοῦτο κόσμοσ ἐκλήθη λέγεισ ὀρθῶσ, ὡσ ἔγωγέ φημι προσβιβάζων ἡμᾶσ πρὸσ τὸ μηδὲν εἰκῆ πράττειν· (Aristides, Aelius, Orationes, 43:5)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 43:5)
파생어
- ἀναβιβάζω (오르게 하다, 상승시키다, 오르다)
- ἀποβιβάζω (야기시키다, 유발시키다, 불러일으키다)
- βιβάζω (드높이다, 올리다, 높이다)
- διαβιβάζω (수송하다, 나르다, 운송하다)
- εἰσβιβάζω (to put on board ship, to make to go into)
- ἐκβιβάζω (멈추다, 돌다, 비틀다)
- ἐμβιβάζω (이끌다, 안내하다)
- ἐπαναβιβάζω (to make to mount upon)
- ἐπιβιβάζω (두다, 놓다, 놓이다)
- καταβιβάζω (낮추다)
- μεταβιβάζω (to carry over, shift bring into another place or state, to lead in a different direction)
- προβιβάζω (동요시키다, 자극하다, 흥분시키다)
- συμβιβάζω (모으다, 연합하다, 수집하다)
- ὑπερβιβάζω (to carry over)
- ὑποβιβάζω (낮추다)