Ancient Greek-English Dictionary Language

προκινδυνεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προκινδυνεύω προκινδυνεύσω

Structure: προ (Prefix) + κινδυνεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to run risk before, brave the first danger, bear the brunt of battle

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκινδυνεύω προκινδυνεύεις προκινδυνεύει
Dual προκινδυνεύετον προκινδυνεύετον
Plural προκινδυνεύομεν προκινδυνεύετε προκινδυνεύουσιν*
SubjunctiveSingular προκινδυνεύω προκινδυνεύῃς προκινδυνεύῃ
Dual προκινδυνεύητον προκινδυνεύητον
Plural προκινδυνεύωμεν προκινδυνεύητε προκινδυνεύωσιν*
OptativeSingular προκινδυνεύοιμι προκινδυνεύοις προκινδυνεύοι
Dual προκινδυνεύοιτον προκινδυνευοίτην
Plural προκινδυνεύοιμεν προκινδυνεύοιτε προκινδυνεύοιεν
ImperativeSingular προκινδύνευε προκινδυνευέτω
Dual προκινδυνεύετον προκινδυνευέτων
Plural προκινδυνεύετε προκινδυνευόντων, προκινδυνευέτωσαν
Infinitive προκινδυνεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκινδυνευων προκινδυνευοντος προκινδυνευουσα προκινδυνευουσης προκινδυνευον προκινδυνευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκινδυνεύομαι προκινδυνεύει, προκινδυνεύῃ προκινδυνεύεται
Dual προκινδυνεύεσθον προκινδυνεύεσθον
Plural προκινδυνευόμεθα προκινδυνεύεσθε προκινδυνεύονται
SubjunctiveSingular προκινδυνεύωμαι προκινδυνεύῃ προκινδυνεύηται
Dual προκινδυνεύησθον προκινδυνεύησθον
Plural προκινδυνευώμεθα προκινδυνεύησθε προκινδυνεύωνται
OptativeSingular προκινδυνευοίμην προκινδυνεύοιο προκινδυνεύοιτο
Dual προκινδυνεύοισθον προκινδυνευοίσθην
Plural προκινδυνευοίμεθα προκινδυνεύοισθε προκινδυνεύοιντο
ImperativeSingular προκινδυνεύου προκινδυνευέσθω
Dual προκινδυνεύεσθον προκινδυνευέσθων
Plural προκινδυνεύεσθε προκινδυνευέσθων, προκινδυνευέσθωσαν
Infinitive προκινδυνεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκινδυνευομενος προκινδυνευομενου προκινδυνευομενη προκινδυνευομενης προκινδυνευομενον προκινδυνευομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκινδυνεύσω προκινδυνεύσεις προκινδυνεύσει
Dual προκινδυνεύσετον προκινδυνεύσετον
Plural προκινδυνεύσομεν προκινδυνεύσετε προκινδυνεύσουσιν*
OptativeSingular προκινδυνεύσοιμι προκινδυνεύσοις προκινδυνεύσοι
Dual προκινδυνεύσοιτον προκινδυνευσοίτην
Plural προκινδυνεύσοιμεν προκινδυνεύσοιτε προκινδυνεύσοιεν
Infinitive προκινδυνεύσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκινδυνευσων προκινδυνευσοντος προκινδυνευσουσα προκινδυνευσουσης προκινδυνευσον προκινδυνευσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκινδυνεύσομαι προκινδυνεύσει, προκινδυνεύσῃ προκινδυνεύσεται
Dual προκινδυνεύσεσθον προκινδυνεύσεσθον
Plural προκινδυνευσόμεθα προκινδυνεύσεσθε προκινδυνεύσονται
OptativeSingular προκινδυνευσοίμην προκινδυνεύσοιο προκινδυνεύσοιτο
Dual προκινδυνεύσοισθον προκινδυνευσοίσθην
Plural προκινδυνευσοίμεθα προκινδυνεύσοισθε προκινδυνεύσοιντο
Infinitive προκινδυνεύσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκινδυνευσομενος προκινδυνευσομενου προκινδυνευσομενη προκινδυνευσομενης προκινδυνευσομενον προκινδυνευσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὃ γὰρ εἰσ ἔπαινον ὑπάρχει τοῖσ ἀνδράσι μέγιστον, ἡ πρὸσ τοὺσ τυράννουσ ἀπέχθεια καὶ μισοπονηρία, τοῦτ’ εἰλικρινέσ ἐστι τῷ Βρούτῳ καὶ καθαρόν, ἰδίᾳ γὰρ οὐδὲν ἐγκαλῶν Καίσαρι τῆσ κοινῆσ προεκινδύνευεν ἐλευθερίασ· (Plutarch, Comparison of Dion and Brutus, chapter 3 4:2)
  • Καὶ οἱ Πέρσαι παιόμενοί τε πανταχόθεν ἤδη ἐσ τὰ πρόσωπα αὐτοί τε καὶ ἵπποι τοῖσ ξυστοῖσ καὶ πρὸσ τῶν ἱππέων ἐξωθούμενοι, πολλὰ δὲ καὶ πρὸσ τῶν ψιλῶν ἀναμεμιγμένων τοῖσ ἱππεῦσι βλαπτόμενοι ἐγκλίνουσι ταύτῃ πρῶτον, ᾗ Ἀλέξανδροσ προεκινδύνευεν. (Arrian, Anabasis, book 1, chapter 16 1:1)
  • Τρεπομένων δὲ τῶν Σύλλα στρατιωτῶν, ὁ Σύλλασ σημεῖον ἁρπάσασ προεκινδύνευεν, ὡσ αἰδοῖ τε τοῦ στρατηγοῦ καὶ δέει τῆσ ἐπὶ τῷ σημείῳ εἰ ἀπέχοιντο, ἀτιμίασ εὐθὺσ ἐκ τῆσ τροπῆσ αὐτοὺσ μετατίθεσθαι. (Appian, The Civil Wars, book 1, chapter 7 4:8)
  • πεσόντοσ δέ, καὶ γὰρ προεκινδύνευεν ἀεὶ τοῖσ ἡττωμένοισ παραβοηθῶν, ἐγκλίνουσιν πάντεσ, καὶ τὸ μὲν πλεῖστον αὐτῶν ἐπί τε τῆσ παρατάξεωσ κἀν τῇ φυγῇ διαφθείρεται, τοὺσ δὲ λοιποὺσ καταφυγόντασ εἰσ Κανὰ κώμην σπάνει τῶν ἐπιτηδείων ἀναλωθῆναι συνέβη πλὴν ὀλίγων ἅπαντασ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 146:1)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION