- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

προκαθίστημι?

-μι athematic Verb; Transliteration: prokathistēmi

Principal Part: προκαθίστημι προκαταστήσω

Structure: προ (Prefix) + κατ (Prefix) + ἵστα (Stem) + μι (Ending)

Sense

  1. to set before;
  2. having been set beforehand

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαθῖστημι προκαθῖστης προκαθῖστησι(ν)
Dual προκαθίστατον προκαθίστατον
Plural προκαθίσταμεν προκαθίστατε προκαθιστάασι(ν)
SubjunctiveSingular προκαθίστω προκαθίστῃς προκαθίστῃ
Dual προκαθίστητον προκαθίστητον
Plural προκαθίστωμεν προκαθίστητε προκαθίστωσι(ν)
OptativeSingular προκαθισταῖην προκαθισταῖης προκαθισταῖη
Dual προκαθισταῖητον προκαθισταίητην
Plural προκαθισταῖημεν προκαθισταῖητε προκαθισταῖησαν
ImperativeSingular προκαθῖστα προκαθιστάτω
Dual προκαθίστατον προκαθιστάτων
Plural προκαθίστατε προκαθιστάντων
Infinitive προκαθιστάναι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαθιστας προκαθισταντος προκαθιστασα προκαθιστασης προκαθισταν προκαθισταντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαθίσταμαι προκαθίστασαι προκαθίσταται
Dual προκαθίστασθον προκαθίστασθον
Plural προκαθιστάμεθα προκαθίστασθε προκαθίστανται
SubjunctiveSingular προκαθίστωμαι προκαθίστῃ προκαθίστηται
Dual προκαθίστησθον προκαθίστησθον
Plural προκαθιστώμεθα προκαθίστησθε προκαθίστωνται
OptativeSingular προκαθισταῖμην προκαθίσταιο προκαθίσταιτο
Dual προκαθίσταισθον προκαθισταῖσθην
Plural προκαθισταῖμεθα προκαθίσταισθε προκαθίσταιντο
ImperativeSingular προκαθίστασο προκαθιστάσθω
Dual προκαθίστασθον προκαθιστάσθων
Plural προκαθίστασθε προκαθιστάσθων
Infinitive προκαθίστασθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαθισταμενος προκαθισταμενου προκαθισταμενη προκαθισταμενης προκαθισταμενον προκαθισταμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to set before

  2. having been set beforehand

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION