προεδρία
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
προεδρία
형태분석:
προεδρι
(어간)
+
ᾱ
(어미)
뜻
- 왕위, 즉위, 왕좌
- 업무, 판공실
- the privilege of the front seats
- the front seat, a chair of state
- the office of
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ ὁ μέν τι καλὸν ἰδὼν καλὸν εἰπεῖν αὐτὸ βούλεται, τὸ δὲ παρεισπεσὸν ταλὸν εἰπεῖν αὐτοὺσ ἀναγκάζει ἐν ἅπασι προεδρίαν ἔχειν ἀξιοῦν πάλιν ἕτεροσ περὶ κλήματοσ διαλέγεται, τὸ δὲ ‐ τλῆμον γάρ ἐστιν ἀληθῶσ ‐ τλῆμα πεποίηκε τὸ κλῆμα. (Lucian, Judicium vocalium, (no name) 11:6)
(루키아노스, Judicium vocalium, (no name) 11:6)
- ἐσ τὴν προεδρίαν πᾶσ ἀνὴρ ὠστίζεται. (Aristophanes, Acharnians, Prologue 1:21)
(아리스토파네스, Acharnians, Prologue 1:21)
- χρῆν γάρ, ἡμῶν εἰ τέκοι τισ ἄνδρα χρηστὸν τῇ πόλει, ταξίαρχον ἢ στρατηγόν, λαμβάνειν τιμήν τινα, προεδρίαν τ’ αὐτῇ δίδοσθαι Στηνίοισι καὶ Σκίροισ ἔν τε ταῖσ ἄλλαισ ἑορταῖσ αἷσιν ἡμεῖσ ἤγομεν· (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Parabasis, epirrheme2)
(아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Parabasis, epirrheme2)
- καὶ εἰσ τὴν προεδρίαν τῶν πρυτάνεων ἐκάθιζεν; (Dinarchus, Speeches, 16:4)
(디나르코스, 연설, 16:4)
- πλουτίνδην κελεύεισ ἀλλὰ μὴ ἀριστίνδην καθίζειν, καὶ ἀπὸ τιμημάτων ἥκετ’ οὖν εἰσ τὴν προεδρίαν ὑμεῖσ οἱ χρυσοῖ. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 7:7)
(루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 7:7)
유의어
-
the privilege of the front seats
-
왕위
-
업무
- κανηφορία (업무, 판공실)
- χοροδιδασκαλία (업무, 판공실)
- παιδονομία (업무, 판공실)
- πρόεδρος (the, in office)
- πωλητήριον (the office of the)
- σιτομετρία (업무, 판공실)
- τελωνία (업무, 판공실)
- ἱππαρχία (업무, 판공실)
- φυλαρχία (업무, 판공실)
- ἐπισκοπή (업무, 판공실, 사무실)
- ἀστυνομία (업무, 판공실)
- τιμή (high office)
- στρατοφύλαξ (a commanding officer)
- πρᾶξις (업무, 일, 상업)
- χιλιαρχία (the office or post)
- ταγεία (the office or rank of)
- λοχαγία (the rank or office of)
- τόπος (자리, 공직)
- ἀρχίδιον (a petty office, petty officer)
- βιβλιοθήκη (records office)
- ἐξουσίᾱ (제목, 표제, 업무)
- θᾶκος (a chair of office)
- σπουδαρχία (canvassing for office)
- ἱεροφαντία (the office of hierophant)
- ταμιεία (the office of paymaster)
- γυμνασιαρχία (the office of a gymnasiarch)