σπουδαρχία
1군 변화 명사; 여성
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
σπουδαρχία
형태분석:
σπουδαρχι
(어간)
+
ᾱ
(어미)
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οἶμαι οὖν πολὺ ἂν τὴν κατασκευήν μοι λαμπροτέραν φανῆναι εἰ ἀνδράσιν ἐκκεκαθαρμένοισ τὰσ ψυχὰσ ὥσπερ ὑμῖν ὁ ἀνδρὼν κεκοσμημένοσ εἰή μᾶλλον ἢ εἰ στρατηγοῖσ καὶ ἱππάρχοισ καὶ σπουδαρχίαισ. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 1 5:3)
(크세노폰, Works on Socrates, , chapter 1 5:3)
- ὁ δὲ μέγασ μὲν ὢν ἐφ’ ἑαυτοῦ, μεγάλῃ δ’ ἀεὶ τῇ παρὰ τοῦ δήμου χάριτι καὶ σπουδῇ κεχρημένοσ, ὡσ οὖν ἐμβάλλοντοσ εἰσ ἀγορὰν τοῦ Σκηπίωνοσ κατεῖδε παρὰ πλευρὰν ὁ Ἄππιοσ ἀνθρώπουσ ἀγεννεῖσ καὶ δεδουλευκότασ, ἀγοραίουσ δὲ καὶ δυναμένουσ ὄχλον συναγαγεῖν καὶ σπουδαρχίᾳ καὶ κραυγῇ πάντα πράγματα βιάσασθαι, μέγα βοήσασ· (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 38 3:3)
(플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 38 3:3)
유의어
-
canvassing for office
- παραγγελία (canvassing for public office)
- σπουδάρχης (one who canvasses for office, a place-man)
- ἀστυνομία (업무, 판공실)
- τελωνία (업무, 판공실)
- σιτομετρία (업무, 판공실)
- πωλητήριον (the office of the)
- πρόεδρος (the, in office)
- προεδρία (업무, 판공실)
- παιδονομία (업무, 판공실)
- κανηφορία (업무, 판공실)
- ἱππαρχία (업무, 판공실)
- φυλαρχία (업무, 판공실)
- ἐπισκοπή (업무, 판공실, 사무실)
- χοροδιδασκαλία (업무, 판공실)