προεδρία
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
προεδρία
형태분석:
προεδρι
(어간)
+
ᾱ
(어미)
뜻
- 왕위, 즉위, 왕좌
- 업무, 판공실
- the privilege of the front seats
- the front seat, a chair of state
- the office of
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ ὅ γε πρῶτοσ ἡμῖν τοὺσ νόμουσ τούτουσ διατυπώσασ, εἴτε Κάδμοσ ὁ νησιώτησ εἴτε Παλαμήδησ ὁ Ναυπλίου, ‐ καὶ Σιμωνίδῃ δὲ ἔνιοι προσάπτουσι τὴν προμήθειαν ταύτην ‐ οὐ τῇ τάξει μόνον, καθ’ ἣν αἱ προεδρίαι βεβαιοῦνται διώρισαν, τί πρῶτον ἔσται ἢ δεύτερον, ἀλλὰ καὶ ποιότητασ, ἃσ ἕκαστον ἡμῶν ἔχει, καὶ δυνάμεισ συνεῖδον. (Lucian, Judicium vocalium, (no name) 5:1)
(루키아노스, Judicium vocalium, (no name) 5:1)
- μέρη δὲ τιμῆσ θυσίαι, μνῆμαι ἐν μέτροισ καὶ ἄνευ μέτρων, γέρα, τεμένη, προεδρίαι, τάφοι, εἰκόνεσ, τροφαὶ δημόσιαι, τὰ βαρβαρικά, οἱο͂ν προσκυνήσεισ καὶ ἐκστάσεισ, δῶρα τὰ παρ’ ἑκάστοισ τίμια. (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 5 9:4)
(아리스토텔레스, 수사학, Book 1, chapter 5 9:4)
- προεδρίαι τ’ ἐν ταῖσ πανηγύρεσι πάσαισ ἔστωσαν, ἔτι δὲ τῶν εἰσ τοὺσ Ἕλληνασ κοινῇ θυσιῶν καὶ θεωριῶν καὶ ὅσων ἂν ἑτέρων κοινωνῶσιν ἱερῶν, ἐκ τούτων τοὺσ ἄρχοντασ τῆσ θεωρίασ ἑκάστησ ἐκπέμπειν, καὶ τούτουσ μόνουσ δάφνησ στεφάνῳ τῶν ἐν τῇ πόλει κεκοσμημένουσ εἶναι, καὶ ἱερέασ μὲν πάντασ τοῦ Ἀπόλλωνόσ τε καὶ Ἡλίου, ἀρχιέρεων δὲ ἕνα κατ’ ἐνιαυτὸν τὸν πρῶτον κριθέντα τῶν γενομένων ἐκείνῳ τῷ ἐνιαυτῷ τῶν ἱερέων, καὶ τοὔνομα ἀναγράφειν τούτου κατ’ ἐνιαυτόν, ὅπωσ ἂν γίγνηται μέτρον ἀριθμοῦ τοῦ χρόνου, ἑώσ ἂν ἡ πόλισ οἰκῆται. (Plato, Laws, book 12 40:1)
(플라톤, Laws, book 12 40:1)
유의어
-
the privilege of the front seats
-
왕위
-
업무
- κανηφορία (업무, 판공실)
- χοροδιδασκαλία (업무, 판공실)
- παιδονομία (업무, 판공실)
- πρόεδρος (the, in office)
- πωλητήριον (the office of the)
- σιτομετρία (업무, 판공실)
- τελωνία (업무, 판공실)
- ἱππαρχία (업무, 판공실)
- φυλαρχία (업무, 판공실)
- ἐπισκοπή (업무, 판공실, 사무실)
- ἀστυνομία (업무, 판공실)
- τιμή (high office)
- στρατοφύλαξ (a commanding officer)
- πρᾶξις (업무, 일, 상업)
- χιλιαρχία (the office or post)
- ταγεία (the office or rank of)
- λοχαγία (the rank or office of)
- τόπος (자리, 공직)
- ἀρχίδιον (a petty office, petty officer)
- βιβλιοθήκη (records office)
- ἐξουσίᾱ (제목, 표제, 업무)
- θᾶκος (a chair of office)
- σπουδαρχία (canvassing for office)
- ἱεροφαντία (the office of hierophant)
- ταμιεία (the office of paymaster)
- γυμνασιαρχία (the office of a gymnasiarch)