헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πρᾶος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πρᾶος

형태분석: πρα (어간) + ος (어미)

어원: the declension varies between the two forms pra=os and pra_u/s - the attic sg. is from pra=os, except that the fem. is praei=a: poet. sg. from prau/+s

  1. 부드러운, 가는, 섬세한
  2. 길들여진, 사육되는
  3. 부드러운, 온화한
  1. soft, gentle
  2. tame
  3. mild

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 πράος

부드러운 (이)가

πράον

부드러운 (것)가

속격 πράου

부드러운 (이)의

πράου

부드러운 (것)의

여격 πράῳ

부드러운 (이)에게

πράῳ

부드러운 (것)에게

대격 πράον

부드러운 (이)를

πράον

부드러운 (것)를

호격 πράε

부드러운 (이)야

πράον

부드러운 (것)야

쌍수주/대/호 πράω

부드러운 (이)들이

πράω

부드러운 (것)들이

속/여 πράοιν

부드러운 (이)들의

πράοιν

부드러운 (것)들의

복수주격 πράοι

부드러운 (이)들이

πράα

부드러운 (것)들이

속격 πράων

부드러운 (이)들의

πράων

부드러운 (것)들의

여격 πράοις

부드러운 (이)들에게

πράοις

부드러운 (것)들에게

대격 πράους

부드러운 (이)들을

πράα

부드러운 (것)들을

호격 πράοι

부드러운 (이)들아

πράα

부드러운 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 πράος

πράου

부드러운 (이)의

πραώτερος

πραωτέρου

더 부드러운 (이)의

πραώτατος

πραωτάτου

가장 부드러운 (이)의

부사 πράως

πραώτερον

πραώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σε βιβλίον ἰδών ‐ ἀεὶ δέ τι πάντωσ ἔχεισ ‐ ἔροιτο οὗτινοσ ἢ ῥήτοροσ ἢ συγγραφέωσ ἢ ποιητοῦ ἐστι, σὺ δὲ ἐκ τῆσ ἐπιγραφῆσ εἰδὼσ πρᾴωσ εἴποισ τοῦτό γε· (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 18:2)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 18:2)

  • πᾶσ ^ δὲ ὁ τόνοσ τοῦ φθέγματοσ οἱο͂σ ἁπαλώτατοσ, οὔτε βαρὺσ ὡσ εἰσ τὸ ἀνδρεῖον ἡρμόσθαι οὔτε πάνυ λεπτὸσ ὡσ θηλύτατόσ τε εἶναι καὶ κομιδῇ ἔκλυτοσ, ἀλλ’ οἱο͂σ γένοιτ’ ἂν παιδὶ μήπω ἡβάσκοντι, ἡδὺσ καὶ προσηνὴσ καὶ πράωσ παραδυόμενοσ εἰσ τὴν ἀκοήν, ὡσ καὶ παυσαμένησ ἔναυλον εἶναι τὴν βοὴν καί τι λείψανον ἐνδιατρίβειν καὶ περιβομβεῖν τὰ ὦτα, καθάπερ ἠχώ τινα παρατείνουσαν τὴν ἀκρόασιν καὶ ἴχνη τῶν λόγων μελιχρὰ ἄττα καὶ πειθοῦσ μεστὰ ἐπὶ τῆσ ψυχῆσ ἀπολιμπάνουσαν. (Lucian, Imagines, (no name) 13:3)

    (루키아노스, Imagines, (no name) 13:3)

  • κακαὶ δὲ καὶ ὅσαι λυθεῖσαι τοῦ δεσμοῦ ἐν χωρίῳ οὐκ ἐπανίασιν ἐπὶ τὸν ἄγοντα ἀνακαλούμεναι, ἀλλ̓ ἀποσκιρτῶσιν, καὶ ἢν μὲν πράωσ μετακαλῇσ, καταφρονοῦσιν, ἢν δὲ σὺν ἀπειλῇ, δειμαίνουσαι οὐ προσίασιν. (Arrian, Cynegeticus, chapter 7 4:1)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 7 4:1)

  • σκληρότερον δὲ κατενεγκόντοσ ὑπ’ ἀπειρίασ κατεάγη μὲν ἡ πλάξ, ὁ δὲ ἀγανακτήσασ σκυτάλην τινὰ πλησίον κειμένην λαβὼν οὐ πρᾴωσ οὐδὲ προτρεπτικῶσ μου κατήρξατο, ὥστε δάκρυά μοι τὰ προοίμια τῆσ τέχνησ. (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 3:4)

    (루키아노스, Somnium sive vita Luciani, (no name) 3:4)

  • Καὶ γὰρ ὁ μὲν τῷ σώματι νοσῶν εὐθὺσ ἐνδοὺσ καὶ καθεὶσ ἑαυτὸν εἰσ τὸ κλινίδιον ἡσυχίαν ἄγει θεραπευόμενοσ, ἂν δέ που μικρὸν ἐξᾴξῃ καὶ διασκιρτήσῃ τὸ σῶμα φλεγμονῆσ προσπεσούσησ, εἰπών τισ τῶν παρακαθημένων πράωσ, μέν’, ὦ ταλαίπωρ’, ἀτρέμα σοῖσ ἐν δεμνίοισ, ἐπέστησε καὶ κατέσχεν. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 2:2)

    (플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 2:2)

유의어

  1. 부드러운

  2. 길들여진

  3. 부드러운

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION