헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θῆλυς

1/3군 변화 형용사; 자동번역 수학 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θῆλυς θήλεια θῆλυ

어원: Qa/w to suckle

  1. 여자다운, 여자의
  2. 여자다운, 여자 같은, 연약한, 여자의
  3. 부드러운, 가는, 섬세한
  4. 섬세한, 부드러운, 무른
  5. 여자다운, 여자의
  6. 여자다운, 여자 같은
  7. 판판한, 고른
  1. female
  2. of or belonging to women, womanly, feminine
  3. soft, gentle
  4. tender, delicate
  5. female (having an internal socket, into which another part fits)
  6. (grammar) feminine
  7. (mathematics) even
  8. (astrology) negative or feminine sign (one of Taurus, Cancer, Virgo, Scorpio, Capricorn, or Pisces)

예문

  • πάντεσ γάρ, οἶμαι, ὁρᾶτε ὡσ θῆλυσ καὶ· (Lucian, Deorum concilium, (no name) 4:3)

    (루키아노스, Deorum concilium, (no name) 4:3)

  • ἦμοσ δὲ χλοερῷ κυανόπτεροσ ἠχέτα τέττιξ ὄζῳ ἐφεζόμενοσ θέροσ ἀνθρώποισιν ἀείδειν ἄρχεται, ᾧ τε πόσισ καὶ βρῶσισ θῆλυσ ἐέρση, καί τε πανημέριόσ τε καὶ ἠώιοσ χέει αὐδὴν ἴδει ἐν αἰνοτάτῳ, ὅτε τε χρόα Σείριοσ ἄζει, τῆμοσ δὴ κέγχροισι πέρι γλῶχεσ τελέθουσι τούσ τε θέρει σπείρουσιν, ὅτ’ ὄμφακεσ αἰόλλονται, οἱᾶ Διώνυσοσ δῶκ’ ἀνδράσι χάρμα καὶ ἄχθοσ· (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 36:3)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 36:3)

  • οὐκοῦν μηδὲ ἐκεῖνο ὑμᾶσ ἔρωμαι, σέ τε καὶ τὴν Πρόνοιαν καὶ τὴν Εἱμαρμένην, τί δήποτε Φωκίων μὲν ὁ χρηστὸσ ἐν τοσαύτῃ πενίᾳ καὶ σπάνει τῶν ἀναγκαίων ἀπέθανε καὶ Ἀριστείδησ πρὸ αὐτοῦ, Καλλίασ δὲ καὶ Ἀλκιβιάδησ, ἀκόλαστα μειράκια, ὑπερεπλούτουν καὶ Μειδίασ ὁ ὑβριστὴσ καὶ Χάροψ ὁ Αἰγινήτησ, κίναιδοσ ἄνθρωποσ, τὴν μητέρα λιμῷ ἀπεκτονώσ, καὶ πάλιν Σωκράτησ μὲν παρεδόθη τοῖσ ἕνδεκα, Μέλητοσ δὲ οὐ παρεδόθη, καὶ Σαρδανάπαλλοσ μὲν ἐβασίλευε θῆλυσ ὤν, Γώχησ δὲ ἀνὴρ ἐνάρετοσ ἀνεσκολοπίσθη πρὸσ αὐτοῦ, διότι μὴ ἠρέσκετο τοῖσ γιγνομένοισ· (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 16:6)

    (루키아노스, Juppiter confuatus, (no name) 16:6)

  • Ἐγὼ μὲν ᾐσχυνόμην ἄν, ὦ Ζεῦ, εἴ μοι τοιοῦτοσ υἱὸσ ἦν θῆλυσ οὕτω καὶ διεφθαρμένοσ ὑπὸ τῆσ μέθησ, μίτρᾳ μὲν ἀναδεδεμένοσ τὴν κόμην, τὰ πολλὰ δὲ μαινομέναισ ταῖσ γυναιξὶ συνών, ἁβρότεροσ αὐτῶν ἐκείνων, ὑπὸ τυμπάνοισ καὶ αὐλῷ καὶ κυμβάλοισ χορεύων, καὶ ὅλωσ παντὶ μᾶλλον ἐοικὼσ ἢ σοὶ τῷ πατρί. (Lucian, Dialogi deorum, 1:1)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 1:1)

  • ὁ μὲν γὰρ πάγκαλοσ καὶ τοξότησ καὶ δύναμιν οὐ μικρὰν περιβεβλημένοσ ἁπάντων ἄρχων, ὁ δὲ θῆλυσ καὶ ἡμίανδροσ καὶ ἀμφίβολοσ τὴν ὄψιν· (Lucian, Dialogi deorum, 2:3)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 2:3)

유의어

  1. 여자다운

  2. 부드러운

  3. 섬세한

  4. 여자다운

  5. 판판한

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION