- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πούς?

3군 변화 명사; 남성 해부학 로마알파벳 전사: pous 고전 발음: [뿌:] 신약 발음: []

기본형: πούς ποδός

형태분석: ποδ (어간) + ς (어미)

  1. 발, 다리
  1. (anatomy) foot, (anatomy, by extension) leg

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πούς

발이

πόδε

발들이

πόδες

발들이

속격 ποδός

발의

ποδοῖν

발들의

ποδῶν

발들의

여격 ποδί

발에게

ποδοῖν

발들에게

ποσί(ν)

발들에게

대격 πόδα

발을

πόδε

발들을

πόδας

발들을

호격 πούς

발아

πόδε

발들아

πόδες

발들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅμοια δὲ τούτοις καὶ περὶ τῆς Ἥρας ᾄδουσιν, ἄνευ τῆς πρὸς τὸν ἄνδρα ὁμιλίας ὑπηνέμιον αὐτὴν παῖδα γεννῆσαι τὸν Ἥφαιστον, οὐ μάλα εὐτυχῆ τοῦτον, ἀλλὰ βάναυσον καὶ χαλκέα καὶ πυρίτην, ἐν καπνῷ τὸ πᾶν βιοῦντα καὶ σπινθήρων ἀνάπλεων οἱᾶ δὴ καμινευτήν, καὶ οὐδὲ ἄρτιον τὼ πόδε: (Lucian, De sacrificiis, (no name) 6:1)

    (루키아노스, De sacrificiis, (no name) 6:1)

  • οὐχ ὁρᾷς δὲ καὶ τὸν Ἑρμῆν αὐτὸν ἱδρῶτι ῥεόμενον καὶ τὼ πόδε κεκονιμένον καὶ πνευστιῶντα· (Lucian, Cataplus, (no name) 3:4)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 3:4)

  • εἰ γὰρ μὴ ὁ γενναιότατος οὗτος, ὁ τὸ ξύλον, συνήργησέ μοι καὶ συλλαβόντες αὐτὸν ἐδήσαμεν, κἂν ᾤχετο ἡμᾶς ἀποφυγών ἀφ οὗ γάρ μοι παρέδωκεν αὐτὸν ἡ Ἄτροπος, παρ ὅλην τὴν ὁδὸν ἀντέτεινε καὶ ἀντέσπα, καὶ τὼ πόδε ἀντερείδων πρὸς τὸ ἔδαφος οὐ παντελῶς εὐάγωγος ἦν: (Lucian, Cataplus, (no name) 4:2)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 4:2)

  • ^ ἔπειτα καὶ τοῦτον παραδοθῆναι τοῖς πιττωταῖς, ὡς ἀπόλοιτο παρατιλλόμενος τὰ πρῶτα, ῥυπώσῃ προσέτι καὶ γυναικείᾳ τῇ πίττῃ, εἶτα ἐς τὸν Αἷμον ἀναχθέντα γυμνὸν ἐπὶ τῆς χιόνος μένειν συμπεποδισμένον τὼ πόδε. (Lucian, Fugitivi, (no name) 33:3)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 33:3)

  • δεῖ δή σοι ἀντὶ τῶν τοσούτων πόνων μέγιστα ἡλίκα γενέσθαι τἀγαθά, ἵνα μὴ φύλλινος μόνον ὁ στέφανος ᾖ, καὶ τόν τε μισθὸν οὐκ εὐκαταφρόνητον ὁρισθῆναι καὶ τοῦτον ἐν καιρῷ τῆς χρείας ἀπραγμόνως ἀποδίδοσθαι καὶ τὴν ἄλλην τιμὴν ὑπὲρ τοὺς πολλοὺς ὑπάρχειν, πόνων δὲ ἐκείνων καὶ πηλοῦ καὶ δρόμων καὶ ἀγρυπνιῶν ἀναπεπαῦσθαι, καὶ τοῦτο δὴ τὸ τῆς εὐχῆς, ἀποτείναντα τὼ πόδε καθεύδειν, μόνα ἐκεῖνα πράττοντα ὧν ἕνεκα τὴν ἀρχὴν παρελήφθης καὶ ὧν ἔμμισθος εἶ. (Lucian, De mercede, (no name) 13:2)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 13:2)

유의어

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION