헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πότνια

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πότνια πότνιης

형태분석: ποτνι (어간) + ᾱ (어미)

어원: from same Root as po/sis, despo/ths

  1. 여왕, 왕후, 여선생님, 부인
  2. 8월, 팔월
  1. mistress, queen, queen
  2. revered, august

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πότνια

여왕이

ποτνίᾱ

여왕들이

πότνιαι

여왕들이

속격 ποτνίᾱς

여왕의

ποτνίαιν

여왕들의

ποτνιῶν

여왕들의

여격 ποτνίᾱͅ

여왕에게

ποτνίαιν

여왕들에게

ποτνίαις

여왕들에게

대격 ποτνίᾱν

여왕을

ποτνίᾱ

여왕들을

ποτνίᾱς

여왕들을

호격 ποτνίᾱ

여왕아

ποτνίᾱ

여왕들아

πότνιαι

여왕들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐσ γὰρ ὀλβίαν ξείνοισί με πότνια Νίκα νᾶσον Αἰγίνασ ἀπάρχει ἐλθόντα κοσμῆσαι θεόδματον πόλιν· (Bacchylides, , epinicians, ode 12 1:2)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 12 1:2)

  • ἀμφὶ δέ οἱ Χάριτέσ τε θεαὶ καὶ πότνια Πειθὼ ὁρ́μουσ χρυσείουσ ἔθεσαν χροί̈· (Hesiod, Works and Days, Book WD 11:5)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 11:5)

  • τόσσοι δ’ αὖθ’ ἕτεροι ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντεσ, υἱέεσ Ὠκεανοῦ, τοὺσ γείνατο πότνια Τηθύσ· (Hesiod, Theogony, Book Th. 36:5)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 36:5)

  • ἔτεκεσ καὶ σύ ποτ’, ὦ πότνια, κοῦρον φίλα ποιησαμένα λέ‐ κτρα πόσει σῷ· (Euripides, Suppliants, choral, strophe 21)

    (에우리피데스, Suppliants, choral, strophe 21)

  • ὦ πότνια Χθών, μελανοπτερύγων μῆτερ ὀνείρων, ἀποπέμπομαι ἔννυχον ὄψιν, ἣν περὶ παιδὸσ ἐμοῦ τοῦ σῳζομένου κατὰ Θρῄκην ἀμφὶ Πολυξείνησ τε φίλησ θυγατρὸσ δι’ ὀνείρων εἶδον γὰρ φοβερὰν ὄψιν ἔμαθον ἐδάην. (Euripides, Hecuba, choral, anapests 1:2)

    (에우리피데스, Hecuba, choral, anapests 1:2)

유의어

  1. 여왕

  2. 8월

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION