헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πνίγω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πνίγω

형태분석: πνίγ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 괴롭히다, 성가시게 하다, 고문하다
  1. to choke, throttle, strangle, chokes, to be choked, stifled, to be drowned
  2. to vex, torment
  3. to cook in a close-covered vessel, to stew

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πνίγω

πνίγεις

πνίγει

쌍수 πνίγετον

πνίγετον

복수 πνίγομεν

πνίγετε

πνίγουσιν*

접속법단수 πνίγω

πνίγῃς

πνίγῃ

쌍수 πνίγητον

πνίγητον

복수 πνίγωμεν

πνίγητε

πνίγωσιν*

기원법단수 πνίγοιμι

πνίγοις

πνίγοι

쌍수 πνίγοιτον

πνιγοίτην

복수 πνίγοιμεν

πνίγοιτε

πνίγοιεν

명령법단수 πνίγε

πνιγέτω

쌍수 πνίγετον

πνιγέτων

복수 πνίγετε

πνιγόντων, πνιγέτωσαν

부정사 πνίγειν

분사 남성여성중성
πνιγων

πνιγοντος

πνιγουσα

πνιγουσης

πνιγον

πνιγοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πνίγομαι

πνίγει, πνίγῃ

πνίγεται

쌍수 πνίγεσθον

πνίγεσθον

복수 πνιγόμεθα

πνίγεσθε

πνίγονται

접속법단수 πνίγωμαι

πνίγῃ

πνίγηται

쌍수 πνίγησθον

πνίγησθον

복수 πνιγώμεθα

πνίγησθε

πνίγωνται

기원법단수 πνιγοίμην

πνίγοιο

πνίγοιτο

쌍수 πνίγοισθον

πνιγοίσθην

복수 πνιγοίμεθα

πνίγοισθε

πνίγοιντο

명령법단수 πνίγου

πνιγέσθω

쌍수 πνίγεσθον

πνιγέσθων

복수 πνίγεσθε

πνιγέσθων, πνιγέσθωσαν

부정사 πνίγεσθαι

분사 남성여성중성
πνιγομενος

πνιγομενου

πνιγομενη

πνιγομενης

πνιγομενον

πνιγομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ μὴν πάλαι γ’ ἐπνιγόμην τὰ σπλάγχνα κἀπεθύμουν ἅπαντα ταῦτ’ ἐναντίαισ γνώμαισι συνταράξαι. (Aristophanes, Clouds, Agon, antepirrheme1)

    (아리스토파네스, Clouds, Agon, antepirrheme1)

유의어

  1. to choke

  2. 괴롭히다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION