헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πατριά̄

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πατριά̄ πατριάς

형태분석: πατρι (어간) + ᾱ (어미)

어원: path/r

  1. 가계, 혈통, 하강
  2. 종족, 가족, 혈통
  3. 집, 부족, 거처, 거주지
  1. lineage, descent
  2. race, stock
  3. house, tribe, clan

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πατριά̄

가계가

πατριᾱ́

가계들이

πατριαί

가계들이

속격 πατριᾶς

가계의

πατριαῖν

가계들의

πατριῶν

가계들의

여격 πατριᾷ

가계에게

πατριαῖν

가계들에게

πατριαῖς

가계들에게

대격 πατριᾱ́ν

가계를

πατριᾱ́

가계들을

πατριᾱ́ς

가계들을

호격 πατριᾱ́

가계야

πατριᾱ́

가계들아

πατριαί

가계들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ οὗτοι υἱοὶ Γεδσών. Λοβενεὶ καὶ Σεμεεί, οἶκοι πατριᾶσ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Exodus 6:17)

    (70인역 성경, 탈출기 6:17)

  • καὶ Ἐλεάζαρ ὁ τοῦ Ἀαρὼν ἔλαβε τῶν θυγατέρων Φουτιὴλ αὐτῷ γυναῖκα, καὶ ἔτεκεν αὐτῷ τὸν Φινεέσ. αὗται αἱ ἀρχαὶ πατριᾶσ Λευιτῶν κατὰ γενέσεισ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Exodus 6:25)

    (70인역 성경, 탈출기 6:25)

  • αὕτη ἡ ἐπίσκεψισ, ἣν ἐπεσκέψαντο Μωυσῆσ καὶ Ἀαρὼν καὶ οἱ ἄρχοντεσ Ἰσραήλ, δώδεκα ἄνδρεσ. ἀνὴρ εἷσ κατὰ φυλὴν μίαν, κατὰ φυλὴν οἴκων πατριᾶσ ἦσαν. (Septuagint, Liber Numeri 1:44)

    (70인역 성경, 민수기 1:44)

  • Οἱ δὲ Λευῖται ἐκ τῆσ φυλῆσ πατριᾶσ αὐτῶν οὐκ ἐπεσκέπησαν ἐν τοῖσ υἱοῖσ Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Numeri 1:47)

    (70인역 성경, 민수기 1:47)

  • καὶ ὁ ἄρχων οἴκου πατριᾶσ τοῦ δήμου τοῦ Γεδσών, Ἑλισὰφ υἱὸσ Δαήλ. (Septuagint, Liber Numeri 3:24)

    (70인역 성경, 민수기 3:24)

  • οὗτοι ἐπίκλητοι τῆσ συναγωγῆσ, ἄρχοντεσ τῶν φυλῶν κατὰ πατριὰσ αὐτῶν, χιλίαρχοι Ἰσραήλ εἰσι. (Septuagint, Liber Numeri 1:16)

    (70인역 성경, 민수기 1:16)

  • καὶ πᾶσαν τὴν συναγωγὴν συνήγαγον ἐν μιιᾷ τοῦ μηνὸσ τοῦ δευτέρου ἔτουσ καὶ ἐπηξονοῦσαν κατὰ γενέσεισ αὐτῶν, κατὰ πατριὰσ αὐτῶν, κατὰ ἀριθμὸν ὀνομάτων αὐτῶν, ἀπὸ εἰκοσαετοῦσ καὶ ἐπάνω, πᾶν ἀρσενικὸν κατὰ κεφαλὴν αὐτῶν, (Septuagint, Liber Numeri 1:18)

    (70인역 성경, 민수기 1:18)

유의어

  1. 가계

  2. 종족

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION