헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρεμβάλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρεμβάλλω παρεμβαλῶ

형태분석: παρ (접두사) + ἐμ (접두사) + βάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 넣다, 지르다, 삽입하다, 반대하다, 방해하다, 점재시키다
  2. 두다, 놓다, 놓이다
  1. to put in beside, insert, interpolate, interpose, to insinuate
  2. to put, in line with
  3. to fall into line, to encamp

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεμβάλλω

(나는) 넣는다

παρεμβάλλεις

(너는) 넣는다

παρεμβάλλει

(그는) 넣는다

쌍수 παρεμβάλλετον

(너희 둘은) 넣는다

παρεμβάλλετον

(그 둘은) 넣는다

복수 παρεμβάλλομεν

(우리는) 넣는다

παρεμβάλλετε

(너희는) 넣는다

παρεμβάλλουσιν*

(그들은) 넣는다

접속법단수 παρεμβάλλω

(나는) 넣자

παρεμβάλλῃς

(너는) 넣자

παρεμβάλλῃ

(그는) 넣자

쌍수 παρεμβάλλητον

(너희 둘은) 넣자

παρεμβάλλητον

(그 둘은) 넣자

복수 παρεμβάλλωμεν

(우리는) 넣자

παρεμβάλλητε

(너희는) 넣자

παρεμβάλλωσιν*

(그들은) 넣자

기원법단수 παρεμβάλλοιμι

(나는) 넣기를 (바라다)

παρεμβάλλοις

(너는) 넣기를 (바라다)

παρεμβάλλοι

(그는) 넣기를 (바라다)

쌍수 παρεμβάλλοιτον

(너희 둘은) 넣기를 (바라다)

παρεμβαλλοίτην

(그 둘은) 넣기를 (바라다)

복수 παρεμβάλλοιμεν

(우리는) 넣기를 (바라다)

παρεμβάλλοιτε

(너희는) 넣기를 (바라다)

παρεμβάλλοιεν

(그들은) 넣기를 (바라다)

명령법단수 παρεμβάλλε

(너는) 넣어라

παρεμβαλλέτω

(그는) 넣어라

쌍수 παρεμβάλλετον

(너희 둘은) 넣어라

παρεμβαλλέτων

(그 둘은) 넣어라

복수 παρεμβάλλετε

(너희는) 넣어라

παρεμβαλλόντων, παρεμβαλλέτωσαν

(그들은) 넣어라

부정사 παρεμβάλλειν

넣는 것

분사 남성여성중성
παρεμβαλλων

παρεμβαλλοντος

παρεμβαλλουσα

παρεμβαλλουσης

παρεμβαλλον

παρεμβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεμβάλλομαι

(나는) 넣여진다

παρεμβάλλει, παρεμβάλλῃ

(너는) 넣여진다

παρεμβάλλεται

(그는) 넣여진다

쌍수 παρεμβάλλεσθον

(너희 둘은) 넣여진다

παρεμβάλλεσθον

(그 둘은) 넣여진다

복수 παρεμβαλλόμεθα

(우리는) 넣여진다

παρεμβάλλεσθε

(너희는) 넣여진다

παρεμβάλλονται

(그들은) 넣여진다

접속법단수 παρεμβάλλωμαι

(나는) 넣여지자

παρεμβάλλῃ

(너는) 넣여지자

παρεμβάλληται

(그는) 넣여지자

쌍수 παρεμβάλλησθον

(너희 둘은) 넣여지자

παρεμβάλλησθον

(그 둘은) 넣여지자

복수 παρεμβαλλώμεθα

(우리는) 넣여지자

παρεμβάλλησθε

(너희는) 넣여지자

παρεμβάλλωνται

(그들은) 넣여지자

기원법단수 παρεμβαλλοίμην

(나는) 넣여지기를 (바라다)

παρεμβάλλοιο

(너는) 넣여지기를 (바라다)

παρεμβάλλοιτο

(그는) 넣여지기를 (바라다)

쌍수 παρεμβάλλοισθον

(너희 둘은) 넣여지기를 (바라다)

παρεμβαλλοίσθην

(그 둘은) 넣여지기를 (바라다)

복수 παρεμβαλλοίμεθα

(우리는) 넣여지기를 (바라다)

παρεμβάλλοισθε

(너희는) 넣여지기를 (바라다)

παρεμβάλλοιντο

(그들은) 넣여지기를 (바라다)

명령법단수 παρεμβάλλου

(너는) 넣여져라

παρεμβαλλέσθω

(그는) 넣여져라

쌍수 παρεμβάλλεσθον

(너희 둘은) 넣여져라

παρεμβαλλέσθων

(그 둘은) 넣여져라

복수 παρεμβάλλεσθε

(너희는) 넣여져라

παρεμβαλλέσθων, παρεμβαλλέσθωσαν

(그들은) 넣여져라

부정사 παρεμβάλλεσθαι

넣여지는 것

분사 남성여성중성
παρεμβαλλομενος

παρεμβαλλομενου

παρεμβαλλομενη

παρεμβαλλομενης

παρεμβαλλομενον

παρεμβαλλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεμβαλῶ

(나는) 넣겠다

παρεμβαλεῖς

(너는) 넣겠다

παρεμβαλεῖ

(그는) 넣겠다

쌍수 παρεμβαλεῖτον

(너희 둘은) 넣겠다

παρεμβαλεῖτον

(그 둘은) 넣겠다

복수 παρεμβαλοῦμεν

(우리는) 넣겠다

παρεμβαλεῖτε

(너희는) 넣겠다

παρεμβαλοῦσιν*

(그들은) 넣겠다

기원법단수 παρεμβαλοῖμι

(나는) 넣겠기를 (바라다)

παρεμβαλοῖς

(너는) 넣겠기를 (바라다)

παρεμβαλοῖ

(그는) 넣겠기를 (바라다)

쌍수 παρεμβαλοῖτον

(너희 둘은) 넣겠기를 (바라다)

παρεμβαλοίτην

(그 둘은) 넣겠기를 (바라다)

복수 παρεμβαλοῖμεν

(우리는) 넣겠기를 (바라다)

παρεμβαλοῖτε

(너희는) 넣겠기를 (바라다)

παρεμβαλοῖεν

(그들은) 넣겠기를 (바라다)

부정사 παρεμβαλεῖν

넣을 것

분사 남성여성중성
παρεμβαλων

παρεμβαλουντος

παρεμβαλουσα

παρεμβαλουσης

παρεμβαλουν

παρεμβαλουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεμβαλοῦμαι

(나는) 넣여지겠다

παρεμβαλεῖ, παρεμβαλῇ

(너는) 넣여지겠다

παρεμβαλεῖται

(그는) 넣여지겠다

쌍수 παρεμβαλεῖσθον

(너희 둘은) 넣여지겠다

παρεμβαλεῖσθον

(그 둘은) 넣여지겠다

복수 παρεμβαλούμεθα

(우리는) 넣여지겠다

παρεμβαλεῖσθε

(너희는) 넣여지겠다

παρεμβαλοῦνται

(그들은) 넣여지겠다

기원법단수 παρεμβαλοίμην

(나는) 넣여지겠기를 (바라다)

παρεμβαλοῖο

(너는) 넣여지겠기를 (바라다)

παρεμβαλοῖτο

(그는) 넣여지겠기를 (바라다)

쌍수 παρεμβαλοῖσθον

(너희 둘은) 넣여지겠기를 (바라다)

παρεμβαλοίσθην

(그 둘은) 넣여지겠기를 (바라다)

복수 παρεμβαλοίμεθα

(우리는) 넣여지겠기를 (바라다)

παρεμβαλοῖσθε

(너희는) 넣여지겠기를 (바라다)

παρεμβαλοῖντο

(그들은) 넣여지겠기를 (바라다)

부정사 παρεμβαλεῖσθαι

넣여질 것

분사 남성여성중성
παρεμβαλουμενος

παρεμβαλουμενου

παρεμβαλουμενη

παρεμβαλουμενης

παρεμβαλουμενον

παρεμβαλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρενέβαλλον

(나는) 넣고 있었다

παρενέβαλλες

(너는) 넣고 있었다

παρενέβαλλεν*

(그는) 넣고 있었다

쌍수 παρενεβάλλετον

(너희 둘은) 넣고 있었다

παρενεβαλλέτην

(그 둘은) 넣고 있었다

복수 παρενεβάλλομεν

(우리는) 넣고 있었다

παρενεβάλλετε

(너희는) 넣고 있었다

παρενέβαλλον

(그들은) 넣고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρενεβαλλόμην

(나는) 넣여지고 있었다

παρενεβάλλου

(너는) 넣여지고 있었다

παρενεβάλλετο

(그는) 넣여지고 있었다

쌍수 παρενεβάλλεσθον

(너희 둘은) 넣여지고 있었다

παρενεβαλλέσθην

(그 둘은) 넣여지고 있었다

복수 παρενεβαλλόμεθα

(우리는) 넣여지고 있었다

παρενεβάλλεσθε

(너희는) 넣여지고 있었다

παρενεβάλλοντο

(그들은) 넣여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 두다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION