παρακαλέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
παρακαλέω
Structure:
παρα
(Prefix)
+
καλέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I appeal
- I urge
- I exhort
- I comfort
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οἱ δὲ πρὸσ τῷ παρανόμῳ σπλαγνισμῷ τεταγμένοι διὰ τὴν ἐκ τῶν παλαιῶν χρόνων πρὸσ τὸν ἄνδρα γνῶσιν ἀπολαβόντεσ αὐτὸν κατ̓ ἰδίαν παρεκάλουν ἐνέγκατα κρέα, οἷσ καθῆκον αὐτῷ χρήσασθαι, δἰ αὐτοῦ παρασκευασθέντα, ὑποκριθῆναι δὲ ὡσ ἐσθίοντα τὰ ὑπὸ τοῦ βασιλέωσ προστεταγμένα τῶν ἀπὸ τῆσ θυσίασ κρεῶν, (Septuagint, Liber Maccabees II 6:21)
- ἄχρηστον δὲ αὐτὸν τοῖσ ὅλοισ γενόμενον ἐκέλευσε τῇ πυρᾷ προσάγειν ἔμπνουν καὶ τηγανίζειν. τῆσ δὲ ἀτμίδοσ ἐφ̓ ἱκανὸν διαδιδούσησ τοῦ τηγάνου, ἀλλήλουσ παρεκάλουν σὺν τῇ μητρὶ γενναίωσ τελευτᾶν λέγοντεσ οὕτωσ. (Septuagint, Liber Maccabees II 7:5)
- οἱ δὲ κατὰ τὴν πόλιν Ἕλληνεσ οὐδὲν ἠδικημένοι, ταραχὴν ἀπροσδόκητον περὶ τοὺσ ἀνθρώπουσ θεωροῦντεσ καὶ συνδρομὰσ ἀπροσκόπτουσ γινομένασ, βοηθεῖν μὲν οὐκ ἔσθενον, τυραννικὴ γὰρ ἦν ἡ διάθεσισ, παρεκάλουν δὲ καὶ δυσφόρωσ εἶχον καὶ μεταπεσεῖσθαι ταῦτα ὑπελάμβανον. (Septuagint, Liber Maccabees III 3:8)
- διότι οἱ ἀποφθεγγόμενοι ἐλάλησαν κόπουσ, καὶ οἱ μάντεισ ὁράσεισ ψευδεῖσ, καὶ τὰ ἐνύπνια ψευδῆ ἐλάλουν, μάταια παρεκάλουν. διὰ τοῦτο ἐξηράνθησαν ὡσ πρόβατα καὶ ἐκακώθησαν, διότι οὐκ ἦν ἴασισ. (Septuagint, Prophetia Zachariae 10:2)
- ἀπὸ τῆσ φωνῆσ τῆσ πτώσεωσ αὐτοῦ ἐσείσθησαν τὰ ἔθνη, ὅτε κατεβίβαζον αὐτὸν εἰσ ᾅδου μετὰ τῶν καταβαινόντων εἰσ λάκκον, καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἐν γῇ πάντα τὰ ξύλα τῆσ τρυφῆσ καὶ τὰ ἐκλεκτὰ τοῦ Λιβάνου, πάντα τὰ πίνοντα ὕδωρ. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 31:16)
Synonyms
-
I appeal
-
I urge
-
I exhort
-
I comfort
Derived
- ἀνακαλέω (to call up the dead, to call again and again, to invoke)
- ἀποκαλέω (to call back, recall, to call away or aside)
- ἐκκαλέω (to call out or forth, summon forth, to call out to oneself)
- ἐπικαλέω (to call upon a god, invoke, to invite)
- καλέω (I call, summon, I invite)
- κατακαλέω (to call down, summon, invite)
- μετακαλέω (to call away to another place, to call back, recall)
- προκαλέω (to call forth, to call out to fight, challenge)
- προσκαλέω (to call to, call on, summon)
- προσπαρακαλέω (to call in besides, invite, to exhort besides)
- συγκαλέω (to call to council, convoke, convene)