παρακαλέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
παρακαλέω
Structure:
παρα
(Prefix)
+
καλέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I appeal
- I urge
- I exhort
- I comfort
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ ἦν Ἰούδασ ἐπισυνάγων τοὺσ ἐσχατίζοντασ καὶ παρακαλῶν τὸν λαὸν κατὰ πᾶσαν τὴν ὁδόν, ἕωσ οὗ ἦλθον εἰσ γῆν Ἰούδα. (Septuagint, Liber Maccabees I 5:53)
- ἐξελεξάμην ὁδὸν αὐτῶν καὶ ἐκάθισα ἄρχων καὶ κατεσκήνουν ὡσεὶ βασιλεὺσ ἐν μονοζώνοισ ὃν τρόπον παθεινοὺσ παρακαλῶν. (Septuagint, Liber Iob 29:25)
- ΚΑΙ ἐπέστρεψα ἐγὼ καὶ εἶδον σὺν πάσασ τὰσ συκοφαντίασ τὰσ γενομένασ ὑπὸ τὸν ἥλιον. καὶ ἰδοὺ δάκρυον τῶν συκοφαντουμένων, καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖσ παρακαλῶν, καὶ ἀπὸ χειρὸσ συκοφαντούντων αὐτοῖσ ἰσχύσ, καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖσ παρακαλῶν. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 4:1)
- ἐγώ εἰμι, ἐγώ εἰμι ὁ παρακαλῶν σε. γνῶθι τίνα εὐλαβηθεῖσα ἐφοβήθησ ἀπὸ ἀνθρώπου θνητοῦ καὶ ἀπὸ υἱοῦ ἀνθρώπου, οἳ ὡσεὶ χόρτοσ ἐξηράνθησαν. (Septuagint, Liber Isaiae 51:12)
Synonyms
-
I appeal
-
I urge
-
I exhort
-
I comfort
Derived
- ἀνακαλέω (to call up the dead, to call again and again, to invoke)
- ἀποκαλέω (to call back, recall, to call away or aside)
- ἐκκαλέω (to call out or forth, summon forth, to call out to oneself)
- ἐπικαλέω (to call upon a god, invoke, to invite)
- καλέω (I call, summon, I invite)
- κατακαλέω (to call down, summon, invite)
- μετακαλέω (to call away to another place, to call back, recall)
- προκαλέω (to call forth, to call out to fight, challenge)
- προσκαλέω (to call to, call on, summon)
- προσπαρακαλέω (to call in besides, invite, to exhort besides)
- συγκαλέω (to call to council, convoke, convene)