παρακαλέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
παρακαλέω
Structure:
παρα
(Prefix)
+
καλέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I appeal
- I urge
- I exhort
- I comfort
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἀλλὰ τῷ καταφρονεῖν ἀληθῶσ ὧν δῆμόσ ἐστι καὶ δοῦναι καὶ ἀφελέσθαι κύριοσ, ἐξοστρακιζόμενοι καὶ ἀποχειροτονούμενοι καὶ καταδικαζόμενοι πολλάκισ οὐκ ὠργίζοντο τοῖσ πολίταισ ἀγνωμονοῦσιν, ἀλλ’ ἠγάπων αὖθισ μεταμελομένουσ καὶ διηλλάττοντο παρακαλούντων. (Plutarch, Comparison of Alcibiades and Coriolanus, chapter 4 6:1)
- φανεὶσ δὲ καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα λαμπρὸσ καὶ ἀνδρώδησ ταχὺ δόξαν ἐν τῇ πόλει μετ’ εὐνοίασ ἔσχεν, ἀθροιζομένων πολλῶν πρὸσ αὐτὸν καὶ παρακαλούντων ἄξια τοῦ Μαραθῶνοσ ἤδη διανοεῖσθαι καὶ πράσσειν. (Plutarch, , chapter 5 3:3)
- οἳ ὅτ’ ἦν ἀσθενῆ τὰ Φιλίππου πράγματα καὶ κομιδῇ μικρά, πολλάκι προλεγόντων ἡμῶν καὶ παρακαλούντων καὶ διδασκόντων τὰ βέλτιστα, τῆσ ἰδίασ ἕνεκ’ αἰσχροκερδείασ τὰ κοινῇ συμφέροντα προἱέντο, τοὺσ ὑπάρχοντασ ἑκάστοισ πολίτασ ἐξαπατῶντεσ καὶ διαφθείροντεσ, ἑώσ δούλουσ ἐποίησαν. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 54 5:1)
- ταῦτα δὲ λέγοντεσ προύφερον ἐπιστολὰσ τέσσαρασ ὡσ ἀπὸ τῶν ἐν τῇ μεθορίᾳ τῆσ Γαλιλαίασ γεγραμμένασ πρὸσ αὐτοὺσ ἐπὶ βοήθειαν ἥκειν παρακαλούντων, Ῥωμαίων γὰρ δύναμιν μέλλειν ἱππέων τε καὶ πεζῶν εἰσ τρίτην ἡμέραν τὴν χώραν αὐτῶν λεηλατεῖν, ἐπισπεύδειν τε καὶ μὴ περιοφθῆναι δεομένων. (Flavius Josephus, 340:1)
- θαυμαστὴ δὲ καὶ τὸ πλῆθοσ ἔσχε μεταβολὴ τῆσ ὁρμῆσ, ἀλλήλουσ παρακαλούντων καὶ προτρεπομένων πρὸσ τὸ ἔργον, οὐκ ἐκ διανομῆσ τινοσ ἢ τάξεωσ, ἀλλ’ ὡσ ἕκαστοσ ἑτοιμότητοσ ἢ βουλήσεωσ εἶχε τῶν χωρίων καταλαμβανομένων. (Plutarch, Camillus, chapter 32 3:1)
Synonyms
-
I appeal
-
I urge
-
I exhort
-
I comfort
Derived
- ἀνακαλέω (to call up the dead, to call again and again, to invoke)
- ἀποκαλέω (to call back, recall, to call away or aside)
- ἐκκαλέω (to call out or forth, summon forth, to call out to oneself)
- ἐπικαλέω (to call upon a god, invoke, to invite)
- καλέω (I call, summon, I invite)
- κατακαλέω (to call down, summon, invite)
- μετακαλέω (to call away to another place, to call back, recall)
- προκαλέω (to call forth, to call out to fight, challenge)
- προσκαλέω (to call to, call on, summon)
- προσπαρακαλέω (to call in besides, invite, to exhort besides)
- συγκαλέω (to call to council, convoke, convene)