παρακαλέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
παρακαλέω
Structure:
παρα
(Prefix)
+
καλέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I appeal
- I urge
- I exhort
- I comfort
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ᾦ τάλανεσ ἡμεῖσ καὶ λίαν ἀνόητοι. βασιλέωσ ἡμᾶσ παρακαλοῦντοσ καὶ ἐπὶ εὐεργεσίᾳ φωνοῦντοσ, μὴ πεισθείημεν αὐτῷ, (Septuagint, Liber Maccabees IV 8:17)
- ἐπεὶ δ’ οὔτε παρακαλοῦντοσ οὔτε προστάσσοντοσ ἤκουον, ἐνίκα δὲ τὸ μῖσοσ τὰσ παραινέσεισ, τοὺσ πιστοτάτουσ τῶν περὶ ἐμὲ φίλων ἐκέλευσα διαδοῦναι λόγουσ, ὡσ Ῥωμαίων μετὰ μεγάλησ δυνάμεωσ κατὰ τὸ ἕτερον μέροσ τῆσ πόλεωσ εἰσβεβληκότων. (Flavius Josephus, 445:1)
- λείπεται ὁ ἡμῖν, τοῦ λόγου τὸ ἐφεξῆσ ἀπαιτοῦντοσ καὶ παρακαλοῦντοσ, εἰπεῖν ὅπωσ ἂν ἕκαστοσ ἐκφύγοι τὸ ἐπαινεῖν ἀκαίρωσ ἑαυτόν. (Plutarch, De Se Ipsum Citra Invidiam Laudando, section 181)
- καὶ τοῦ Ποπλίου παρακαλοῦντοσ ἐμβαλεῖν εἰσ τὴν κατάφρακτον, ἐπεδείκνυσαν ἑαυτῶν χεῖράσ τε θυρεοῖσ πεπερονημένασ καὶ πόδασ διαμπὰξ προσεληλαμένουσ πρὸσ τοὔδαφοσ, ὥστε καὶ πρὸσ φυγὴν ἀμηχάνουσ εἶναι καὶ πρὸσ ἄμυναν. (Plutarch, chapter 25 6:2)
- "προσεδέξατο κοινουμένου καὶ παρακαλοῦντοσ αὐτὸν ἐπὶ τὰσ αὐτὰσ ἐλπίδασ· (Plutarch, De Herodoti malignitate, section 5 4:1)
Synonyms
-
I appeal
-
I urge
-
I exhort
-
I comfort
Derived
- ἀνακαλέω (to call up the dead, to call again and again, to invoke)
- ἀποκαλέω (to call back, recall, to call away or aside)
- ἐκκαλέω (to call out or forth, summon forth, to call out to oneself)
- ἐπικαλέω (to call upon a god, invoke, to invite)
- καλέω (I call, summon, I invite)
- κατακαλέω (to call down, summon, invite)
- μετακαλέω (to call away to another place, to call back, recall)
- προκαλέω (to call forth, to call out to fight, challenge)
- προσκαλέω (to call to, call on, summon)
- προσπαρακαλέω (to call in besides, invite, to exhort besides)
- συγκαλέω (to call to council, convoke, convene)