παρακαλέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
παρακαλέω
Structure:
παρα
(Prefix)
+
καλέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I appeal
- I urge
- I exhort
- I comfort
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- σώφρονοσ μὲν οἰκίασ καὶ καθεστώσησ οὐδ’ ἂν παρακαλῇ τισ ἡδέωσ γινόμενοσ θεατήσ· (Plutarch, De curiositate, section 3 3:1)
- ὁ δὲ πολυπράγμων ἐπ’ αὐτὰ ταῦτα παραδύεται, σώφρονοσ μὲν οἰκίασ καὶ καθεστώσησ οὐδ’ ἂν παρακαλῇ τισ ἡδέωσ γιγνόμενοσ θεατήσ· (Plutarch, De curiositate, section 3 6:1)
- ὑμεῖσ δέ, ἄνδρεσ ἡγεμόνεσ, ἐπειδὰν σημανθῇ, ξὺν τοῖσ καθ̓ αὐτοὺσ ἕκαστοι ξυντεταγμένοι ἰέναι ἐπὶ τὸν θόρυβον, ἵνα ἂν ἡ σάλπιγξ παρακαλῇ. (Arrian, Anabasis, book 5, chapter 23 7:3)
- ὥστε ἄν τισ αὐτοὺσ παρακαλῇ συμβούλουσ τῶν πόλεων ἢ τῶν ἐθνῶν ἢ τῶν βασιλέων, κρεῖττον ἕξουσι καὶ ἀσφαλέστερον ἀποφαίνεσθαι οὐ τὸ ἐπιὸν αὐτοῖσ, οὐδὲ νῦν μὲν ταῦτα, πάλιν δὲ τἀναντία, δἰ ὀργὴν ἢ φιλονικίαν ἢ χρήμασι πληγέντεσ, ὥσπερ ἐπὶ τρυτάνησ, ἔφη τισ οἶμαι τῶν ῥητόρων αὐτῶν, κατὰ τὸ λῆμμα ἀεὶ ῥέποντεσ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 9:1)
- ἐὰν οὖν σωφρονῆτε, τοῦ ἀκολουθεῖν ὅποι ἄν τισ παρακαλῇ φείσεσθε· (Xenophon, Hellenica, , chapter 1 30:1)
Synonyms
-
I appeal
-
I urge
-
I exhort
-
I comfort
Derived
- ἀνακαλέω (to call up the dead, to call again and again, to invoke)
- ἀποκαλέω (to call back, recall, to call away or aside)
- ἐκκαλέω (to call out or forth, summon forth, to call out to oneself)
- ἐπικαλέω (to call upon a god, invoke, to invite)
- καλέω (I call, summon, I invite)
- κατακαλέω (to call down, summon, invite)
- μετακαλέω (to call away to another place, to call back, recall)
- προκαλέω (to call forth, to call out to fight, challenge)
- προσκαλέω (to call to, call on, summon)
- προσπαρακαλέω (to call in besides, invite, to exhort besides)
- συγκαλέω (to call to council, convoke, convene)