παρακαλέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
παρακαλέω
Structure:
παρα
(Prefix)
+
καλέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I appeal
- I urge
- I exhort
- I comfort
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- διὰ τοῦτο εἶπα. ἄφετέ με, πικρῶσ κλαύσομαι, μὴ κατισχύσητε παρακαλεῖν με ἐπὶ τὸ σύντριμμα τῆσ θυγατρὸσ τοῦ γένουσ μου. (Septuagint, Liber Isaiae 22:4)
- ἐπὶ τὸν τρώσαντα ἐλθόντασ ἰᾶσθαι παρακαλεῖν. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 38:10)
- λοιπὸν δ’ ἐστὶ δεῖσθαι τῶν δικαστῶν καὶ τοὺσ φίλουσ παρακαλεῖν καὶ τὰ παιδία ἀναβιβάζεσθαι. (Hyperides, Speeches, 41:2)
- τοὺσ ἄλλουσ βασιλεῖσ ἐξισωθῆναι σατραπῶν γὰρ οἰκέτασ καὶ δούλουσ ἐπιτρόπων Πτολεμαίου καὶ Σελεύκου κεκτῆσθαι πλείονα συμπάντων ὁμοῦ τῶν ἐν Σπάρτῃ βασιλέων, ἐὰν δὲ σωφροσύνῃ καὶ λιτότητι καὶ μεγαλοψυχίᾳ τὰσ ἐκείνων ὑπερβαλόμενοσ τρυφὰσ ἰσότητα καὶ κοινωνίαν καταστήσῃ τοῖσ πολίταισ, ὄνομα καὶ δόξαν ὡσ ἀληθῶσ βασιλέωσ μεγάλου κτησόμενοσ, οὕτω μετέπεσον ταῖσ γνώμαισ αἱ γυναῖκεσ ὑπὸ τῆσ φιλοτιμίασ ἐπαρθεῖσαι τοῦ νεανίσκου, καὶ τοσαύτῃ κατεσχέθησαν οἱο͂ν ἐπιπνοίᾳ πρὸσ τὸ καλόν, ὥστε τὸν μὲν Ἆγιν συνεξορμᾶν καὶ συνεπιταχύνειν, μεταπεμπομένασ δὲ τοὺσ φίλουσ παρακαλεῖν καὶ ταῖσ ἄλλαισ διαλέγεσθαι γυναιξίν, ἅτε δὴ τοὺσ Λακεδαιμονίουσ ἐπισταμένασ κατηκόουσ ὄντασ ἀεὶ τῶν γυναικῶν, καὶ πλεῖον ἐκείναισ τῶν δημοσίων ἢ τῶν ἰδίων αὑτοῖσ πολυπραγμονεῖν διδόντασ. (Plutarch, Agis, chapter 7 2:1)
- τοὺσ ἀδυνάτουσ ἀποτρέπειν, μηδὲ τοὺσ νέουσ παρακαλεῖν ἀλλὰ τοὺσ δυναμένουσ. (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 15 1:1)
Synonyms
-
I appeal
-
I urge
-
I exhort
-
I comfort
Derived
- ἀνακαλέω (to call up the dead, to call again and again, to invoke)
- ἀποκαλέω (to call back, recall, to call away or aside)
- ἐκκαλέω (to call out or forth, summon forth, to call out to oneself)
- ἐπικαλέω (to call upon a god, invoke, to invite)
- καλέω (I call, summon, I invite)
- κατακαλέω (to call down, summon, invite)
- μετακαλέω (to call away to another place, to call back, recall)
- προκαλέω (to call forth, to call out to fight, challenge)
- προσκαλέω (to call to, call on, summon)
- προσπαρακαλέω (to call in besides, invite, to exhort besides)
- συγκαλέω (to call to council, convoke, convene)