Ancient Greek-English Dictionary Language

οὐράνιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: οὐράνιος οὐράνιᾱ οὐράνιον

Structure: οὐρανι (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. heavenly, of or in heaven, dwelling in heaven, the goddesses
  2. in or of heaven, fallen from heaven
  3. reaching to heaven, high as heaven, sky-high
  4. enormous, awful, furious, vehemently

Examples

  • καὶ τὸν μικρῷ πρότερον τῶν οὐρανίων ἄστρων ἅπτεσθαι δοκοῦντα παρακομίζειν οὐδεὶσ ἐδύνατο διὰ τὸ τῆσ ὀσμῆσ ἀφόρητον βάροσ. (Septuagint, Liber Maccabees II 9:10)
  • ἀλλ’ οἵδε δόμων ὑπὲρ ἀκροτάτων φαίνουσι τίνεσ ‐ δαίμονεσ ἢ θεῶν τῶν οὐρανίων; (Euripides, episode, anapests1)
  • τίσ ὁ θεοὺσ ἀνομίᾳ χραίνων, θνητὸσ ὤν, ἄφρονα λόγον οὐρανίων μακάρων κατέβαλ’, ὡσ ἄρ’ οὐ σθένουσιν θεοί; (Euripides, Heracles, choral, antistrophe 17)
  • Ζεὺσ δ’ ἑδράνων> αὐγάζων ἐξ οὐρανίων ἄλλαν μοῖραν ἔκραινε. (Euripides, Helen, choral, strophe 13)
  • ἀλλὰ μὴν καὶ τοὺσ περὶ τῶν οὐρανίων τε καὶ θείων πρώτουσ παρ’ Ἕλλησι φιλοσοφήσαντασ, οἱο͂ν Φερεκύδην τε τὸν Σύριον καὶ Πυθαγόραν καὶ Θάλητα, πάντεσ συμφώνωσ ὁμολογοῦσιν Αἰγυπτίων καὶ Χαλδαίων γενομένουσ μαθητὰσ ὀλίγα συγγράψαι, καὶ ταῦτα τοῖσ Ἕλλησιν εἶναι δοκεῖ πάντων ἀρχαιότατα καὶ μόλισ αὐτὰ πιστεύουσιν ὑπ’ ἐκείνων γεγράφθαι. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 16:1)

Synonyms

  1. heavenly

  2. in or of heaven

  3. reaching to heaven

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION